18-09-2024 17:20
Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Χριστοδουλίδη στην τιμητική εκδήλωση μνήμης «Γιάννος Κρανιδιώτης: 25 χρόνια μετά, το όραμα παραμένει ζωντανό»
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω ευχαριστώντας θερμά το Διοικητικό Συμβούλιο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Ένωσις Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) για την πολύ τιμητική πρόσκληση να είμαι ο κεντρικός ομιλητής στη σημερινή εκδήλωση για τα 25 χρόνια από τον θάνατο του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, του συμπατριώτη μου, του Γιάννου Κρανιδιώτη, και των πέντε συνεπιβατών του στο αεροπορικό δυστύχημα της 14ης Σεπτεμβρίου 1999. Ο αιώνας έκλεισε με ένα οδυνηρό πλήγμα για την Ελλάδα, για την Κύπρο, για την Ευρώπη. Μαζί με τον Γιάννο έφυγαν από τη ζωή ο γιος του Νικόλας, οι δημοσιογράφοι Νίνα Ασημακοπούλου και Δημήτρης Πανταζόπουλος, ο εικονολήπτης Παναγιώτης Πούλος και ο Αστυνόμος Νίκος Ασημακόπουλος.
Έχοντας το τιμητικό προνόμιο να εκπροσωπώ τον Κυπριακό λαό, αισθάνομαι ιδιαίτερα συγκινημένος που εξ ονόματός του αποτίω φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Γιάννο Κρανιδιώτη και όλους όσους ήταν μαζί του, για την προσφορά του προς την ιδιαίτερη του πατρίδα, την οποία υπηρέτησε με αφοσίωση και αγάπη μέχρι την τραγική εκείνη μέρα που το νήμα της ζωής του κόπηκε τόσο βίαια. Για τον Γιάννο έχουν γραφτεί πολλά, έχουν γραφτεί αναρίθμητα άρθρα, και όλα έχουν ένα κοινό γνώρισμα: τον κατατάσσουν σε μια ζηλευτή κατηγορία πολιτικών που σπανίζουν, ειδικά στη σημερινή εποχή.
Κυρίες και κύριοι,
Θέλοντας να αποφύγω τις επαναλήψεις, και εκπροσωπώντας στη σημερινή εκδήλωση τον Κυπριακό λαό, επέλεξα να μιλήσω για τη σχέση του Γιάννου Κρανιδιώτη με την Κύπρο, με την ιδιαίτερή του πατρίδα. Μια σχέση που διαμορφώθηκε από την παιδική του ηλικία. Ο Γιάννος γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1947 και μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που λειτούργησε σαν μια ιδιότυπη πολιτική και διπλωματική σχολή, με κορυφαίο δάσκαλο τον πατέρα του, τον Νίκο Κρανιδιώτη. Γενικός Γραμματέας της Εθναρχίας και Γραμματέας της Εθνοσυνέλευσης, στενός συνεργάτης του Μακαρίου, άνθρωπος των γραμμάτων, με ξεχωριστή δράση στο διπλωματικό στίβο και τον αγώνα κατά των Βρετανών αποικιοκρατών, ο Νίκος Κρανιδιώτης από πολύ νωρίς μεταλαμπάδευσε στο γιό του την αγάπη για τη Μεγαλόνησο, η οποία εκείνη την περίοδο πάλευε για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού, για την αυτοδιάθεση και την ένωσή της με την Ελλάδα.
«Τίποτε το ευγενές και υψηλόν δεν μπορεί να δημιουργηθή και να ζήση χωρίς ελευθερίαν», έγραφε ο Νίκος Κρανιδιώτης στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα», που εξέδιδε εκείνη την εποχή. Ακριβώς αυτή η προσέγγιση καθόρισε και στιγμάτισε την πορεία του Γιάννου.
Όντας μαθητής στο ιστορικό Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας, ο Γιάννος Κρανιδιώτης έζησε το κλίμα της αντιαποικιακής δράσης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) την περίοδο 1955-59, και αναπόφευκτα ο ανεπανάληπτος εκείνος αγώνας, η επανάσταση των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση με τον εθνικό κορμό τον επηρέασε καθοριστικά, όπως εξάλλου συνέβη με τη συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας της εποχής. Ερχόμενος στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε με άριστα, ο Γιάννος Κρανιδιώτης ανέπτυξε πλούσια δράση μέσω της Ένωσης Κυπρίων Φοιτητών. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Κύπρου, της ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσσαρίδη, και στη συνέχεια του ΠΑΣΟΚ. Με την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών του σπουδών στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, ο Κρανιδιώτης εργάστηκε αρχικά στη γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης και τρία χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου από το 1976 άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ παράλληλα δίδασκε στην Πάντειο Σχολή. Ήταν πρωτοστάτης στην ίδρυση του Συλλόγου Κυπρίων Επιστημόνων στην Ελλάδα, και όσοι τον γνώρισαν στην Αθήνα μαρτυρούν την ακατάπαυστη προσπάθειά του να κινητοποιήσει όλους τους Κυπρίους, αλλά και τους Ελλαδίτες στον αντικατοχικό αγώνα της Κύπρου.
Ο Γιάννος συνδύαζε το Όραμα με τον πολιτικό διεκδικητικό ρεαλισμό, την τεχνοκρατική και επιστημονική κατάρτιση με την πολιτική διορατικότητα, αλλά και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή αντίληψη.
Υπηρέτησε ως σύμβουλος του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου για το Κυπριακό, ως Ειδικός Γραμματέας στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών για θέματα ΕΟΚ, ως Διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών, ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, ως Υφυπουργός Εξωτερικών, ως Ευρωβουλευτής και ως Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών. Για 18 χρόνια, απ’ όλες τις θέσεις που υπηρέτησε υπήρξε ένας σημαντικός θεσμικός σύνδεσμος ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα, αναλαμβάνοντας πολλές φορές άχαρες αποστολές, ειδικότερα όταν Αθήνα και Λευκωσία είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις.
Νηφάλιος ακόμη και σε δύσκολες στιγμές, συνδύαζε την άριστη γνώση του Κυπριακού και των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων με τη διπλωματική ευελιξία και την πολυδιάστατη προσέγγιση των θεμάτων που χειριζόταν. Ήταν κυνηγός του ονείρου, αλλά και θιασώτης του εφικτού.
Κυρίες και κύριοι,
Παρόλο ότι το Κυπριακό βρισκόταν στον πυρήνα του αξιακού του συστήματος και της συνείδησής του, ο Γιάννος Κρανιδιώτης δεν ήταν μονοθεματικός. Υπάρχει λόγος που το λέω αυτό, γιατί επηρέαζε την κυπριακή, αλλά και την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Η ευρυμάθειά του, το ακαδημαϊκό του υπόβαθρο, η έντονή του πεποίθηση για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ήταν τέτοια που τον όπλιζαν με επιχειρήματα, ώστε να επιμένει να τοποθετηθεί το Κυπριακό στο πλαίσιο των ευρύτερων εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν που ο Κρανιδιώτης κατάφερε να εμβολιάσει –ας μου επιτραπεί ο όρος– και να εμπλουτίσει τους ορίζοντες της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά και της ιδιαίτερης πατρίδας του. Της ιδιαίτερης πατρίδας που για πολλά χρόνια, πρέπει να το παραδεχτούμε, είχαμε μία έντονα μονοθεματική εξωτερική πολιτική, βασισμένη στη λανθασμένη εντύπωση ότι τα δικά μας θέματα, η Κύπρος, αποτελεί τον «ομφαλό της γης», ότι όλοι ασχολούνται αποκλειστικά με τα κυπριακά θέματα, χωρίς εμείς να διεκδικούμε λόγο και ρόλο σε σημαντικά περιφερειακά ή ευρωπαϊκά θέματα. Και αρχή, για να αλλάξει αυτή η αντίληψη στη Λευκωσία ήταν μέσα από τις πρωτοβουλίες και τις δράσεις του Γιάννου Κρανιδιώτη. Την ίδια στιγμή, θεωρώ όμως ότι πέτυχε και κάτι άλλο πιο σημαντικό: Συνέβαλε καθοριστικά, ώστε το Κυπριακό να γίνει σαφώς πιο κατανοητό στις λεπτομέρειές του και στην περιφερειακή του διάσταση, στα κέντρα διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων στην Αθήνα και σε πλείστα ευρωπαϊκά κράτη και θεσμούς. Ο ρόλος του ήταν καταλυτικός, ώστε οι ανησυχίες των Ελλήνων της Κύπρου να γίνονται πιο κατανοητές και αποδεκτές.
Μακριά από προσωπικούς ανταγωνισμούς και εξωθεσμικές ατζέντες που συναντούμε στην πολιτική, ο Γιάννος Κρανιδιώτης υπηρέτησε με αξιοσύνη τον ρόλο του ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των Κυπρίων στο πολιτειακό σύστημα της Ελλάδας. Ταυτοχρόνως, λειτούργησε ως η αξιόπιστη γέφυρα προώθησης των θέσεων της Αθήνας στη Λευκωσία. Το λέω ενώπιον του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας ότι κάποτε υπάρχει μία ανησυχία, είτε η Αθήνα είτε η Λευκωσία να μιλήσουν ειλικρινά. Ευτυχώς δεν συμβαίνει αυτό σήμερα, κύριε Υπουργέ. Αυτή η πολύ στενή σχέση δημιουργεί και πολλούς περιορισμούς, που στο παρελθόν μας οδήγησε και σε πολλές περιπέτειες. Και ο Γιάννος Κρανιδιώτης ήταν αυτός που σε αυτές τις δύσκολες στιγμές μετέφερε τα αναγκαία μηνύματα, που δεν μπορούσαν ενδεχομένως να λεχθούν σε επίπεδο των Αρχηγών των Κυβερνήσεων. Αλλά πάντοτε το έκανε με έναν τρόπο διακριτικό και σεβόμενος την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ίσως γιατί ποτέ δεν ξέχασε το μεγάλο δίδαγμα της Ιστορίας, που θέλει εμάς τους Έλληνες να δημιουργούμε και να πετυχαίνουμε τους στόχους μας όταν είμαστε ενωμένοι, αλλά και να οδηγούμαστε σε σοβαρά αδιέξοδα όταν διολισθαίνουμε προς τη διχόνοια και δεν είμαστε ειλικρινείς ανάμεσα μας.
Κυρίες και κύριοι,
Η σημαντικότερη διπλωματική επιτυχία της Κυπριακής Δημοκρατίας από ιδρύσεώς της το 1960 ήταν η ένταξή της στη μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια το 2004. Στην υποβολή αίτησης ένταξης τον Ιούλιο του 1990, όταν πολλοί, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, δεν πίστευαν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Κυπριακής Δημοκρατίας και θεωρούσαν μία τέτοια πρωτοβουλία ως ουτοπική, ήταν ο Γιάννος που άλλαξε αυτή την άποψη στη Λευκωσία. Ο Κρανιδιώτης εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά, τόσο σε πολιτικό, αλλά και ακαδημαϊκό επίπεδο, για τη χάραξη της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου, και ήταν ανάμεσα στους λίγους που πίστευαν το 1990 ότι ακόμη και χωρίς την επίλυση του Κυπριακού, η Κύπρος θα μπορούσε να γίνει μέλος της ΕΕ. Για τη συμβολή του Γιάννου στην ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, που σήμερα τυγχάνει αναγνώρισης από το σύνολο του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα και στην Κύπρο, γράφτηκαν πολλά. Αξίζει όμως να ανατρέξουμε στα λόγια του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο οποίος το 2000, έναν χρόνο δηλαδή μετά το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα, σημείωνε χαρακτηριστικά:
«Εξοπλισμένος με την ιώβεια υπομονή ενός έμπειρου διπλωμάτη, γνώριζε την τέχνη της βολιδοσκόπησης των προθέσεων και με μεθοδικότητα και συστηματική δουλειά κέρδιζε κρίσιμες μάχες. Έγινε ο αρχιτέκτονας της διαδικασίας ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με τις ακούραστες και επίμονες προσπάθειες του συνέβαλε η διαδικασία, την οποία πολλοί θεωρούσαν ανέφικτη, να αρχίσει. Αν προχωρεί η ενταξιακή πορεία της Κύπρου, το οφείλουμε και στο πείσμα του και στις άοκνες προσπάθειες του Γιάννου Κρανιδιώτη.»
Ήταν μετά από την έντονη πίεση του Γιάννου Κρανιδιώτη, σε συνεργασία με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης και επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, που η κυπριακή κυβέρνηση κατέθεσε την αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 3 Ιουλίου 1990. Από τότε άρχισε μια πολύ δύσκολη, σχεδόν επική προσπάθεια, που, επαναλαμβάνω, πολύ λίγοι πίστευαν στη θετική της κατάληξη. Τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο 1993, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωμοδότησε θετικά και επιβεβαίωσε την επιλεξιμότητα της Κύπρου και τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου το Συμβούλιο υιοθέτησε τη γνωμοδότηση και έδωσε το πράσινο φως για την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων με την Κυπριακή Κυβέρνηση.
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 25 Νοεμβρίου 1994, με τον Κρανιδιώτη να είναι πάντα παρών, κομιστής της ένθερμης συμπαράστασης της Ελληνικής Κυβέρνησης σε κάθε βήμα, σε κάθε συνάντηση. Καθοριστικός σταθμός η Σύνοδος Κορυφής στην Κέρκυρα στις 25 Ιουνίου 1994, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι η επόμενη διεύρυνσή της ΕΕ θα περιλάμβανε την Κύπρο και τη Μάλτα. Ήταν το αποτέλεσμα της δραστήριας κινητοποίησης και των διπλωματικών ενεργειών του Γιάννου Κρανιδιώτη, πάντα σε συνεργασία με την Κυπριακή Κυβέρνηση και τον αείμνηστο Γλαύκο Κληρίδη. Ήταν, αν θέλετε, μια προσωπική του επιτυχία. Ήταν το χρέος του προς την ιδιαίτερή του πατρίδα, η οποία είχε πληγεί βάναυσα από την τουρκική εισβολή το 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Για εξουδετέρωση των έντονων τουρκικών διπλωματικών ενεργειών και των έντονων αμφιβολιών κάποιων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε σχέση με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την εκ των προτέρων επίλυση του Κυπριακού, ο Γιάννος Κρανιδιώτης, ως Υφυπουργός Εξωτερικών, απηύθυνε μία επιστολή, ένα ιστορικό ντοκουμέντο προς τους Υπουργούς Εξωτερικών των κρατών μελών της ΕΕ, με την οποία απαντούσε τεκμηριωμένα στις τουρκικές αιτιάσεις και αναδείκνυε την έλλειψη πολιτικής βούλησης από τουρκικής πλευράς σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού, που όχι μόνο υπονόμευαν την προσπάθεια, αλλά από τότε απαιτούσαν αναγνώριση χωριστής κυριαρχίας και κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Τόνιζε, ανάμεσα σε άλλα, σε αυτή την ιστορική επιστολή:
«Αγαπητέ συνάδελφε,
Το Συμβούλιο των Υπουργών σύντομα θα κληθεί να επανεξετάσει το θέμα της κυπριακής ένταξης. Η Ελλάδα πιστεύει ότι η Κύπρος δεν πρέπει να γίνει όμηρος της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς, η οποία συστηματικά προβάλλει προσκόμματα σε οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο των διακοινοτικών συνομιλιών. Αυτό θα αποτελούσε άδικη μεταχείριση μίας χώρας που είναι ήδη θύμα ξένης εισβολής και κατοχής, και η οποία δεν εφείσθη προσπαθειών και σοβαρών παραχωρήσεων, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία.
Γνωρίζω ότι εξακολουθεί να υπάρχει προβληματισμός μεταξύ μερικών εταίρων αναφορικά με την ένταξη της Κύπρου, πριν από τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Παρά ταύτα, το να αναμένει κανείς τη λύση του κυπριακού προβλήματος ως προϋπόθεση της ένταξης της Κύπρου ισοδυναμεί με την παραχώρηση στην Τουρκία (μια τρίτη χώρα) δικαιώματος αρνησικυρίας επί ενός θέματος ευρωπαϊκής πολιτικής που εμπίπτει στην αποκλειστική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο όχι μόνο θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητο, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο για άλλες αιτήσεις ένταξης.»
Φίλες και φίλοι,
Η Κυπριακή Δημοκρατία συμπλήρωσε φέτος 20 χρόνια ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια, και είχαμε τη χαρά και την τιμή να φιλοξενήσουμε στη Λευκωσία σημαντικούς ηγέτες από κράτη και θεσμούς της ΕΕ, με τους οποίους γιορτάσαμε μαζί αυτή την ιδιαίτερη και ξεχωριστή μέρα.
Προσεγγίζουμε το ορόσημο της ένταξης με αισθήματα υπερηφάνειας για τα όσα έχουμε επιτύχει ως ενεργό και ισότιμο κράτος μέλος. Η ένταξη, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μάς απέφερε τεράστια οφέλη σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την καθημερινότητά μας στο εμπόριο, το επιχειρείν, τον τουρισμό, τη ναυτιλία, την αλιεία, τη γεωργία, τις μεταφορές και την οικονομία. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ μάς γεμίζει, την ίδια στιγμή, με αισθήματα αισιοδοξίας, γιατί γνωρίζουμε πόσα ακόμα μπορούμε να πετύχουμε ως ενεργά μέλη της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας με αυτοπεποίθηση, με δυναμισμό και με σιγουριά.
Δεν είμαι θιασώτης κάποιων προσεγγίσεων σε επίπεδο ηγεσιών, σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, όπου για όλα τα αρνητικά που συμβαίνουν φταίνε την ΕΕ και τις Βρυξέλλες και για όλες τις επιτυχίες οφείλονται αποκλειστικά στις δικές τους προσπάθειες εντός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Στην περίπτωση της Κύπρου, αυτή εικοσάχρονη πορεία ως κράτος μέλος της ΕΕ δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Δεν μπορώ να φανταστώ πως ένα μικρό κράτος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σημαντικότατες προκλήσεις αν δεν ήμασταν κράτος μέλος της ΕΕ. Μαζί με τους εταίρους μας αντιμετωπίσαμε δυσκολίες, αλλά και πρωτοφανείς προκλήσεις, κρίσεις, όπως η τραπεζική και οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, η πανδημία του κορωνοϊού, ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση. Τουλάχιστον, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν θα ήταν εφικτό να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις αν δεν ήμασταν κράτος μέλος της ΕΕ.
Σημαντικότερη όμως αλλαγή, ως αποτέλεσμα της ένταξής μας στην ΕΕ, είναι η ενισχυμένη μας θέση, διπλωματικά και πολιτικά, που προκύπτει από το γεγονός ότι ανήκουμε πλέον σε μια πολυπληθή και ισχυρή οικογένεια, γεγονός που μας επιτρέπει να έχουμε ρόλο και λόγο στα μεγάλα θέματα. Πρόκειται για μία εξέλιξη, που αναπόφευκτα επηρεάζει τις προσπάθειες μας για τερματισμό της κατοχής και επανένωσης της πατρίδας μας. Αυτή ακριβώς ήταν η συλλογιστική του Γιάννου Κρανιδιώτη όταν επέμενε πεισματικά για την αναγκαιότητα αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.
Δυστυχώς, ο Γιάννος δεν ευτύχησε να δει την Κυπριακή Δημοκρατία να εντάσσεται στην ΕΕ, αλλά το άλυτο κυπριακό πρόβλημα, ευρύτερα οι εξελίξεις που διαμορφώνονται στην Ευρώπη καθιστούν πολύτιμη την πολιτική παρακαταθήκη του, πάνω στην οποία εδράζεται σήμερα και η δική μας στρατηγική για την επίτευξη λύσης και την επανένωση της πατρίδας μας. Η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο δεν είναι επιλογή για εμάς. Η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους και δεν διασφαλίζει το μέλλον του κυπριακού ελληνισμού στην Κύπρο.
Είχε αναφέρει ο Γιάννος Κρανιδιώτης ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος της Άγκυρας περνάει μέσα από τη Λευκωσία και την Αθήνα, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα, ανεξάρτητο από τα ελληνοτουρκικά, και ότι μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού θα συνέβαλλε τόσο στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων όσο και στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Μια ευρωπαϊκή πορεία, που, τουλάχιστον από πλευράς της Λευκωσίας, θεωρώ ότι αυτή είναι και η θέση της ελληνικής κυβερνήσεως, στηρίζουμε απόλυτα. Δεν μπορούμε, κυρίες και κύριοι, να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Προτιμούμε να έχουμε έναν γείτονα, ο οποίος είναι κράτος μέλος της ΕΕ. Εργαζόμαστε και ασπαζόμαστε από κοινού τις ίδιες αρχές και αξίες. Όλες μας οι ενέργειες κινούνται ακριβώς στο πλαίσιο που προανέφερα, μέσα από τη σκέψη του Γιάννου Κρανιδιώτη, με ζητούμενο να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού, αξιοποιώντας μέχρι σήμερα το διαπραγματευτικό κεκτημένο, και φυσικά τις αρχές και αξίες της ΕΕ.
Σε πλήρη συνεργασία, πλήρη συνεννόηση και πλήρη ειλικρίνεια με την Ελληνική Κυβέρνηση, –θέλω να το υπογραμμίσω– καθώς και άλλους εταίρους μας στην ΕΕ, εργαζόμαστε μεθοδικά, για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο.
Όπως προανέφερα, ειδικότερα για τη δική μου γενιά, εμείς που γεννηθήκαμε λίγο πριν από ή λίγο μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αλλά και για τη χώρα μου, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004 αποτελεί την πιο σημαντική εξέλιξη από την ανεξαρτησία το 1960. Αποτελεί τη μεγαλύτερη, θεωρώ, διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας και της Κύπρου τις τελευταίες δεκαετίες. Χωρίς υπερβολή, αυτό είναι κάτι που οφείλουμε και στον Γιάννο Κρανιδιώτη, τον οραματιστή αυτής της προοπτικής, τον οποίο τιμούμε και ευγνωμονούμε.
Είκοσι χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα, και ασφαλώς, η αναζήτηση λύσης δεν μπορεί να προσεγγίζεται μέσα από λογικές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Όραμά μου είναι μια χώρα που θα διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους τους νόμιμους κατοίκους της, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους, προσφέροντάς τους αυτά που απολαμβάνουν και άλλοι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ: Ασφάλεια, ευημερία και ειρήνη.
Σε λίγες μέρες μεταβαίνω στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με την προσδοκία ότι θα εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες, για να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα στο Κυπριακό, που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου. Έχω μεταφέρει ήδη στον Γενικό Γραμματέα ότι είμαι έτοιμος για συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, αλλά και την τουρκική ηγεσία, μεταφέροντας το μήνυμα ότι δεν μας φοβίζει ο διάλογος, έχουμε θέσεις και επιχειρήματα, ξέρουμε πολύ καλά πού θέλουμε να φτάσουμε.
Με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση, με σχεδιασμό και με αποφασιστικότητα, διεκδικούμε το αυτονόητο: Τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα κράτος απαλλαγμένο από αναχρονιστικές εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα, ένα κράτος πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο σε όλη την επικράτειά του, μέλος της ΕΕ και των Ηνωμένων Εθνών, που μόνο του θα ορίζει την τύχη του. Αυτό θα είναι η μέγιστη τιμή της μνήμης του Γιάννου Κρανιδιώτη, αλλά και όσων εργάστηκαν και θυσιάστηκαν για μια Κύπρο ανεξάρτητη, ελεύθερη και ευρωπαϊκή.
Σας ευχαριστώ πολύ.
(ΑΤ/ΓΣ/ΑΣ)