01-11-2024 21:13
Ομιλία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκου Χριστοδουλίδη σε εκδήλωση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη μνήμη των θυμάτων της κυπριακής τραγωδίας
Είναι με αισθήματα ιδιαίτερης χαράς, με αισθήματα υπερηφάνειας, που επιστρέφω σήμερα, πέντε σχεδόν χρόνια μετά την προηγούμενη φορά που μίλησα σε αυτή την Αίθουσα, στο Κτήριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στις 3 Δεκεμβρίου 2019. Τότε, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και ο πρόεδρός του, ο αγαπητός Βασίλειος Πάππας, μου έκαναν τη μεγάλη τιμή να με ανακηρύξουν Αντεπιστέλλον Μέλος της ιστορικής και εμβληματικής επιστημονικής Εταιρείας της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των εορτασμών για τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από την ίδρυση της Εταιρείας, τον Απρίλιο του 1939.
Απόψε επιστρέφω ως ομιλητής με την ιδιότητα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια εκδήλωση τιμής στη μνήμη των θυμάτων της τραγωδίας του 1974, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση, το καλοκαίρι που μας πέρασε, μισού αιώνα, πενήντα χρόνων από το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και τη βάρβαρη τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου του 1974.
Eπομένως, απόψε δεν θα σταθώ στους πλούσιους και καρποφόρους δεσμούς Μακεδονίας και Κύπρου που χρονολογούνται εδώ και αιώνες, από την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και δημιουργήθηκαν από τη γεωγραφική θέση και τον ακριτικό, αν θέλετε, χαρακτήρα των δύο περιοχών, με κορυφαία κοινή ιδιομορφία το ότι Κύπρος και Μακεδονία αποτέλεσαν άλλοτε τον κυματοθραύστη και άλλοτε την είσοδο των βαρβαρικών επιδρομών, αλλά, την ίδια στιγμή, και τον χώρο υποδοχής και αφομοίωσης των ξένων επιδράσεων και το εφαλτήριο για τη διάδοση της ελληνικής επιρροής: Η Κύπρος προς την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και η Μακεδονία στα Βαλκάνια.
Εκτός από τους δεσμούς αίματος, στη νεότερη και σύγχρονη εποχή οι κυπρομακεδονικές σχέσεις αναπτύχθηκαν και σε πολλούς άλλους τομείς, εμπορικούς, οικονομικούς και πνευματικούς. Στον χώρο της εκπαίδευσης –να μου επιτρέψετε να το αναφέρω– κορυφαίο σταθμό αποτέλεσε η ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του 1925, ενός ιστορικού πανεπιστημίου που αποτέλεσε το σπίτι για χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες από την Κύπρο και ευεργέτησε ποικιλοτρόπως την Κυπριακή κοινωνία. Παράλληλα, οι δεσμοί στον χώρο του πολιτισμού και της παιδείας, συνήθως στο περιθώριο της «μεγάλης ιστορίας» είναι ανυπολόγιστης σημασίας.
Ας μου επιτραπεί, κυρίες και κύριοι, να αναφερθώ σε δυο μόνο παραδείγματα. Ο πρώτος γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου Γυμνασίου, του κορυφαίου εκπαιδευτηρίου της Κύπρου, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά το 1893 ήταν ο Ιωάννης Δέλλιος, σπουδαίος φιλόλογος από τις Σέρρες, που δίδαξε για τρία χρόνια στη Λευκωσία, αμέσως μετά την πενταετή του γυμνασιαρχία στη Θεσσαλονίκη. Ένας από τους διαδόχους του, την περίοδο του 1912-1914 ως γυμνασιάρχης στο Παγκύπριο της Λευκωσίας, ήταν ο φιλόλογος Στίλπων Κυριακίδης, ο οποίος αργότερα διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής Λαογραφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ήταν μάλιστα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών το 1939 και πρόεδρος της Εταιρείας από το 1942 μέχρι το 1964. Το πορτρέτο του υπάρχει τόσο στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία, όσο και ακριβώς έξω από την Αίθουσα που βρισκόμαστε απόψε.
Ως προς τους Έλληνες Κύπριους φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στους πολλούς διαπρεπείς επιστήμονες που αναδείχθηκαν, ξεχωρίζει ο γεωπόνος Κυριάκος Μάτσης, εξέχων αγωνιστής της ΕΟΚΑ και ήρωας του απελευθερωτικού Αγώνα του 1955-1959, ο μόνος αγωνιστής της ΕΟΚΑ με πανεπιστημιακό πτυχίο, που σκοτώθηκε στον Πενταδάκτυλο τον Νοέμβριο του 1958. Η μνήμη του στη Θεσσαλονίκη παραμένει μέχρι και σήμερα ζωντανή.
Στη μνήμη των παλαιών Θεσσαλονικέων παραμένουν ζωντανές επίσης –αναφέρθηκε προηγουμένως ο Πρόεδρος– οι μεγάλες κινητοποιήσεις για το Κυπριακό στις δεκαετίες 1950 και 1960. Και πρέπει να σκεφτόμαστε και αυτό το παρελθόν, για να συνειδητοποιήσουμε στην πλήρη του εικόνα το μέγεθος της τραγωδίας και του πανεθνικού τραύματος του 1974. Ήταν τότε που ο ελληνικός λαός, μετά τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, βρήκε την ψυχική του ομοθυμία και ομογενοποίηση, διαδηλώνοντας μαζικά υπέρ του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση και ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Το πρώτο επιτεύχθηκε με την κυπριακή ανεξαρτησία και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Το δεύτερο αποδείχθηκε, παρά τους ηρωισμούς και την παλλαϊκότητα του ενωτικού αιτήματος, μια ακόμη «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» για ένα «αδειανό πουκάμισο», για να θυμηθούμε τον πικρό σεφερικό στίχο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεκατέσσερα χρόνια μετά την κυπριακή ανεξαρτησία, μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Κύπρος έγινε θύμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής που είχε ως αποτέλεσμα έκτοτε, εδώ και μισό αιώνα, την παράνομη κατοχή του σημαντικού εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα πενήντα χρόνια της συνεχιζόμενης κατοχής, από τα 64 συνολικά χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας, μπορεί να φαίνονται μικρό διάστημα στον μακρύ ιστορικό χρόνο ή στην ευρύτερη οπτική του Ανατολικού ζητήματος των τελευταίων αιώνων. Ωστόσο, για όλους εμάς, για την Κύπρο και για τους κατοίκους της, τα τραγικά γεγονότα του πραξικοπήματος, της εισβολής και της κατοχής μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας αφήνουν βαρύτατη σφραγίδα στην καθημερινότητά μας, στο μέλλον του τόπου μας και των παιδιών μας.
Κυρίες και Κύριοι,
Η φετινή επέτειος των πενήντα χρόνων από το 1974 μας θυμίζει, πρωτίστως, τους πεσόντες, τους τραυματίες, τους αιχμαλώτους στρατιώτες, δεκαεννιάχρονους και εικοσάχρονους νέους στην πλειοψηφία τους, και τα τραγικότερα θύματα της εισβολής, τους άμαχους, τους ηλικιωμένους, τα γυναικόπαιδα. Όλους αυτούς που δεν μπορούν να ξεχάσουν και βασανίζονται από τότε με τις ανεξίτηλες μνήμες όσων βίωσαν ως ανυπεράσπιστοι μάρτυρες σε φρικτά εγκλήματα πολέμου και ομαδικών εκτελέσεων, ως ανέστιοι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, ως εγκλωβισμένοι, ως πρωταγωνιστές σπαρακτικού αρχαίου δράματος στις χιλιάδες περιπτώσεις συγγενών πεσόντων, αγνοουμένων και αιχμαλώτων.
Ένα μακρύ οδυνηρό ποτάμι μνήμης που δεν έχει σταματήσει να στάζει πόνο για τα προσωπικά και συλλογικά μαρτύρια, τον αδόκητο χαμό αγαπημένων προσώπων, τη βίαια εκρίζωση από πατρογονικές εστίες αιώνων, τα όνειρα και τις ζωές που θρυμματίστηκαν με βαρβαρότητα. Και οι πληγές τεράστιες, ανεπούλωτες και χαίνουσες, ανοικτές θεόρατα, όπως και οι ανάλογες συνέπειες, άμεσες και μακροχρόνιες, όπως τις βίωσε και τις βιώνει εδώ και πενήντα χρόνια, εδώ και μισό αιώνα, κάθε άνθρωπος στην πατρίδα μας.
Τόσο οι πρεσβύτεροι σε ηλικία που έχουν μνήμες από την Κύπρο πριν από το 1974 και την τουρκική εισβολή και φεύγουν από τη ζωή με ανεκπλήρωτο τον πόθο της επιστροφής, όσο και εμείς οι νεότεροι, της γενιάς στην οποία ανήκω και εγώ, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε ένα νησί διαιρεμένο και ακρωτηριασμένο. Ένα νησί που το σημαδεύουν και το χωρίζουν τα οδοφράγματα, τα φυλάκια, η «Πράσινη Γραμμή», η σημαία στον Πενταδάκτυλο, η ασφυκτική παρουσία του κατοχικού στρατού. Και ένα κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία, που παλεύει και οφείλει να παλεύει στο εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για τη διατήρηση και ενίσχυση της κρατικής της οντότητας, τον τερματισμό της Κατοχής, την απελευθέρωση και την εξεύρεση βιώσιμης και λειτουργικής λύσης που θα επιτρέπει να ζούμε σε ένα κράτος που να προσφέρει ασφάλεια και ευημερία σε όλους τους νόμιμους κατοίκους του.
Φίλες και Φίλοι,
Το 1974 και τα δραματικά του γεγονότα, το χουντικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή αποτέλεσαν μια οδυνηρή τομή και στις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Ελλάδα. Παρότι και στα προηγούμενα χρόνια είχαν παρατηρηθεί στιγμές έντασης ή εκατέρωθεν καχυποψίας, συνήθως για το λεγόμενο «ζήτημα του προβαδίσματος» του Εθνικού Κέντρου, δηλαδή της Αθήνας ή της Λευκωσίας στις πρωτοβουλίες και στις αποφάσεις για το Κυπριακό, η κατάσταση στις ελλαδοκυπριακές σχέσεις επιδεινώθηκε από την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας το 1967. Τα όσα δραματικά συνέβησαν στη διάρκεια του αιματηρού πραξικοπήματος στην Κύπρο θρυμμάτισαν την ψυχική ενότητα του Κυπριακού Ελληνισμού και σε μεγάλο βαθμό δημιούργησαν προβλήματα στις σχέσεις με την Ελλάδα.
Το πραξικόπημα οργανώθηκε άψογα και θεωρητικά πέτυχε, αν και ένας από τους κύριους στόχους, η δολοφονία του Μακαρίου δεν επιτεύχθηκε: όμως η εγκληματική ασυνειδησία στα όρια της παραφροσύνης της τότε στρατιωτικής ηγεσίας της δικτατορίας άφησε την ανυπεράσπιστη Κύπρο εύκολη λεία στους Τούρκους εισβολείς.
Στις δύο φάσεις της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, συνήθως στεκόμαστε σε περιστατικά διάλυσης, αναξιότητας, σε σωρεία παράλογων διαταγών που οδήγησαν στην απώλεια κυπριακού εδάφους, την περικύκλωση προωθημένων μονάδων και μεμονωμένων στρατιωτών. Ωστόσο, και με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή, πρέπει να βλέπουμε και την άλλη όψη. Να βλέπουμε τις πράξεις ηρωισμού και προσωπικής αυτοθυσίας των αφανών πρωταγωνιστών, των στρατιωτών και των αξιωματικών που τίμησαν τον όρκο τους στην απέλπιδα προσπάθειά τους να υπερασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Ειδικά για την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), της οποίας η μάχη στο στρατόπεδό της, στα μέσα Αυγούστου του 1974, όχι μόνο έσωσε τη Λευκωσία, αλλά, χωρίς υπερβολή, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ηρωικές μάχες που έδωσε ο ελληνικός στρατός στην ιστορία του. Αξίζει να αναφέρω ότι ανάμεσα στους Ελλαδίτες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ και τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που πολέμησαν με αυτοθυσία και σκοτώθηκαν προασπίζοντας την κυπριακή ανεξαρτησία και ακεραιότητα το καλοκαίρι του 1974, περιλαμβάνονται και δεκάδες άνδρες από τη Μακεδονία.
Τους θυμόμαστε όλους, πεσόντες, αγνοούμενους μέχρι σήμερα, και βετεράνους πολεμιστές του 1974 και τους τιμούμε με ευγνωμοσύνη. Δεν θα αναφερθώ σε ονόματα, γιατί η ανθρώπινη θυσία υπέρ πατρίδος δεν αξιολογείται. Ωστόσο, επιτρέψετέ μου να σημειώσω ότι τόσο εγώ προσωπικά όσο και τα μέλη της κυβέρνησής μου δεν παραλείπουμε καμιά ευκαιρία, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, να εκφράζουμε με κάθε τρόπο την ευγνωμοσύνη μας σε αυτούς που θυσιάστηκαν υπέρ της κυπριακής ελευθερίας το 1974 και στις οικογένειές τους. Είναι η ελάχιστη και στοιχειώδης υποχρέωσή μας.
Παράλληλα, στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1974 μέχρι σήμερα, η συμπαράσταση της επίσημης Ελλάδας προς τη δοκιμαζόμενη Κύπρο είναι αμέριστη και συγκινητική. Τόσο στο επίπεδο συμπαράστασης και αλληλεγγύης προς τους Κύπριους πρόσφυγες και την πληγείσα τότε κυπριακή οικονομία που εκδηλώθηκε από την επαύριον της τουρκικής εισβολής όσο και διαχρονικά, μέχρι σήμερα, με την αμέριστη στήριξη των ελληνικών κυβερνήσεων στις διπλωματικές μάχες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με κορυφαίο σταθμό φυσικά –και θέλω να το αναφέρω, γιατί είναι μια άλλη επέτειος, συμπληρώνονται 20 χρόνια φέτος– σε αυτή την πεντηκονταετία, τη στενή συνεργασία μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, που οδήγησε στην πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.
Κυρίες και Κύριοι,
Έχω το τιμητικό προνόμιο να εκπροσωπώ τον κυπριακό λαό και να είμαι ο πρώτος Πρόεδρος της μεταπολεμικής γενιάς. Από την πρώτη μέρα που ανέλαβα τα καθήκοντά μου, ξεκίνησα μια διεθνή εκστρατεία, για να βάλουμε ξανά το Κυπριακό σε τροχιά διαπραγματεύσεων με στόχο την αναζήτηση λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, του διαπραγματευτικού κεκτημένου και των αρχών και αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ικανοποίηση βλέπω ότι αυτή η μεγάλη προσπάθεια αποδίδει σταδιακά καρπούς και παραμένω συγκρατημένα αισιόδοξος για τη συνέχεια. Δεν υποβαθμίζω ούτε τα προβλήματα, ούτε τις προκλήσεις. Είμαι ρεαλιστής. Την ίδια στιγμή, γνωρίζω πολύ καλά πως η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο δεν μπορεί να αποτελεί το μέλλον της πατρίδας μας. Στηρίζουμε ουσιαστικά τις πρωτοβουλίες της διεθνούς κοινότητας. Στηρίζουμε ουσιαστικά την πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και επενδύουμε στη νέα αυτή προσπάθεια, έχοντας την πεποίθηση ότι εάν υπάρξει θετική ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά μπορεί να δημιουργηθούν οι συνθήκες, για να βάλουμε με αξιώσεις το Κυπριακό στις ράγιες της διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Είμαι ικανοποιημένος, γιατί ο διεθνής παράγοντας, όλοι οι σημαντικοί δρώντες από την Ευρώπη μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγνωρίζουν τις προσπάθειες που καταβάλλουμε, την πολιτική μας βούληση. Μας πιστώνουν με καλή πρόθεση και με ειλικρίνεια για επίλυση του Κυπριακού. Όλες μας οι ενέργειες κινούνται προς την κατεύθυνση της έντιμης και ειλικρινούς προσπάθειας, για να βάλουμε τέλος στο απαράδεκτο στάτους κβο που δημιούργησε η παράνομη τουρκική κατοχή εδώ και πενήντα χρόνια.
Επαναλαμβάνω ότι γνωρίζω από πρώτο χέρι τις δυσκολίες, τα εμπόδια, τις προκλήσεις. Έχουμε πλήρη αντίληψη του συσχετισμού δυνάμεων και, βεβαίως, είμαστε αρκετά ρεαλιστές, για να μην αιθεροβατούμε. Ωστόσο, ακριβώς επειδή είμαστε πραγματιστές, ακολουθούμε με συνέπεια μια στρατηγική που βασίζεται στη Θουκυδίδεια κατανόηση των διεθνών σχέσεων και τη σημασία που αποκτούν οι παράγοντες ισχύος και οι συνέργειες με άλλες δυνάμεις στην επίτευξη ενός στόχου. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αξιοποιούμε την ευρωπαϊκή ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ισχυροποιούμε το πλέγμα των συνεργειών που διατηρούμε με τρίτες χώρες, ενισχύουμε το πολιτικό και διπλωματικό μας αποτύπωμα και διευρύνουμε τους παράγοντες ισχύος της χώρας μας.
Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος, γνωρίζετε ότι μόλις έχω επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχα την ευκαιρία να συναντηθώ στον Λευκό Οίκο με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, μια ιστορική συνάντηση μετά από 28 χρόνια με Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία ακριβώς είναι αποτέλεσμα και του αναβαθμισμένου ρόλου που διαδραματίζει η Κυπριακή Δημοκρατία στην ταραχώδη και ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Οι εξαιρετικές σχέσεις που διατηρούμε με όλες τις χώρες της περιοχής, με όλα τα γειτονικά μας κράτη, μας καθιστούν ένα αξιόπιστο και έντιμο διαμεσολαβητή που όλοι εμπιστεύονται. Σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και λόγω και της γεωγραφικής της εγγύτητας, η Κυπριακή Δημοκρατία, το πλησιέστερο ευρωπαϊκό κράτος της περιοχής, λειτουργεί –με πράξεις και όχι με λόγια και δηλώσεις– ως πυλώνας σταθερότητας και ως γέφυρα ασφάλειας και συνεργασίας. Το γεγονός αυτό, που προσδίδει στην Κυπριακή Δημοκρατία συγκριτικά πλεονεκτήματα, που αξιοποιούμε, προκειμένου να έχουμε και θετικές εξελίξεις στις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού. Δεν είναι ούτε συγκυριακό, ούτε ευκαιριακό ή τυχαίο. Είναι το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού που υλοποιούμε. Και έχουμε δει το τελευταίο διάστημα σημαντικές εξελίξεις, που επαναλαμβάνω, αποδεικνύουν στην πράξη τον ρόλο αυτόν της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είτε με τη δημιουργία ενός θαλάσσιου ανθρωπιστικού διαδρόμου για την αποστολή βοήθειας στη Γάζα, είτε με την αξιοποίηση της Κύπρου για την εκκένωση υπηκόων τρίτων χωρών από την περιοχή, είτε με τη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την έναρξη Στρατηγικού Διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες.
Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να αξιοποιήσω τη σημερινή ευκαιρία, για να υπογραμμίσω ότι ο πρώτος και πιο σημαντικός μας σύμμαχος, ο σθεναρότερος υποστηρικτής των προσπαθειών μας, ο πλέον ανιδιοτελής μας συμπαραστάτης δεν είναι άλλος από την Ελλάδα, το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας και βεβαίως ο αδελφός ελληνικός λαός. Εκ μέρους του κυπριακού λαού, εκφράζω την ευγνωμοσύνη μας και την απεριόριστη μας εκτίμηση. Αντλούμε δύναμη από τη βοήθειά σας και στηριζόμαστε στη δική σας ουσιαστική συμβολή για απελευθέρωση, τον τερματισμό της κατοχής και την επανένωση της πατρίδας μας.
Έχουμε στέρεα επιχειρήματα και τη δέουσα αυτοπεποίθηση που μας επιτρέπουν να πορευόμαστε προς το αύριο, διεκδικώντας με ρεαλισμό τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα κανονικό κράτος, χωρίς στρατό κατοχής και χωρίς εγγυητές. Αυτό είναι το όραμά μου και αυτό θα διεκδικήσω με απόλυτη προσήλωση στον όρο εντολής που έχω λάβει από τον κυπριακό λαό. Η επίλυση του Κυπριακού θα είναι η μεγαλύτερη δικαίωση των θυμάτων της κυπριακής τραγωδίας, προς τιμήν των οποίων είναι αφιερωμένη η σημερινή εκδήλωση.
Σας ευχαριστώ πολύ.
(ΑΤ/ΕΑθ/ΓΣ)