25-01-2019 18:58
Xαιρετισμός του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Πρόδρομου Προδρόμου σε εκδήλωση του Δήμου Αραδίππου με την ευκαιρία της εορτής των Ελληνικών Γραμμάτων
Γιορτάζουμε τα ελληνικά γράμματα απόψε. Μια γιορτή που τη συνδυάζουμε τιμώντας και τους τρεις Ιεράρχες, τις σημαντικότερες ίσως μορφές της χριστιανικής ορθόδοξης γραμματείας, τους τρεις πατέρες της Εκκλησίας μας, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο ή Ναζιανζινό και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Και θα ήθελα να ευχαριστήσω τον δήμαρχο και τον δήμο σας για την πρόσκληση να συμμετάσχω και να απευθύνω χαιρετισμό, εκδηλώνοντας μαζί και την ιδιαίτερη χαρά μου, διότι χαρά είναι να βρισκόμαστε δίπλα σε παιδιά που θα βραβευθούν απόψε για τη διάκρισή τους στα γράμματα και τις τέχνες. Αξιέπαινη ενέργεια του δήμου, που αντιλαμβάνομαι έγινε θεσμός και που συνδυάζεται αρμονικά και με την απόδοση τιμής σε αφυπηρετήσαντες εκπαιδευτικούς, στους ανθρώπους αυτούς που έθεσαν σκοπό της ζωής τους τη μετάδοση της γνώσης και την καλλιέργεια των νέων ανθρώπων στη βάση ακατάλυτων και ευγενών αξιών.
Το έχουμε συνηθίσει και πιθανώς δεν το σκεφτόμαστε, γιατί το θεωρούμε αυτονόητο. Είναι όμως σημαντικό που έχουμε και γιορτάζουμε ημέρα και Γιορτή των Γραμμάτων. Νομίζω ότι δεν συμβαίνει παντού κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει δείχνει όχι μόνο την έφεση που έχει ο λαός, το έθνος μας στα γράμματα, αλλά και την αναγνώριση του θεμελειακού ρόλου που παίζει η παιδεία στην ιστορική διαδρομή και την προκοπή μας.
Τα γράμματα, η μόρφωση και η καλλιέργεια, ήταν για τους Έλληνες της Κύπρου κατά κάποιο τρόπο το διαβατήριο για τον 21ο αιώνα και για τη συμμετοχή τους στον σύγχρονο κόσμο. Δεν είχε γίνει στην Κύπρο κάποια «βιομηχανική επανάσταση» ή άλλες θεαματικές κοινωνικές μεταβολές, ανάλογες με όσα είχαν οδηγήσει στον δυτικό κόσμο, τον 19ο αιώνα ή και νωρίτερα, μια συνολική αλλαγή και την αναβάθμιση στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Ο κυπριακός ελληνισμός, όπως και ο ελληνισμός ευρύτερα, πέρασε στη σύγχρονη εποχή μέσα από τη διάδοση και τη γενίκευση της εγκυκλίου εκπαίδευσης, η οποία εκτός από τις γνώσεις του σύγχρονου κόσμου και τη μύηση στην ευρύτερη διεθνή επιστημονική επανάσταση, μετέφερε τις υπέρτατες ανθρωπιστικές αξίες που αναδείχτηκαν από την κλασική αρχαιότητα και ανανεώθηκαν στη σύγχρονη Ευρώπη από τον Διαφωτισμό. Τα γράμματα ήταν κατά κανόνα το όχημα για τα φτωχά αγροτόπαιδα που έβγαιναν έξω από έναν κόσμο για αιώνες ακίνητο και σχεδόν στατικό κι ανοίγονταν στον νέο κόσμο και πρόκοβαν και σιγά-σιγά ευημερούσαν.Το γεγονός ότι όντας ακόμα κάτω από αποικιακή κατοχή, οι Έλληνες Κύπριοι ανέπτυξαν τρόπον τινά αυτοδιοίκηση στον χώρο της εκπαίδευσης, ενώ ως μόνο αυτοτελή θεσμό που διατηρούσαν διαχρονικά είχαν την ορθόδοξη Εκκλησία, λέει πολλά και διαμόρφωσε εν πολλοίς και το σημερινό πρόσωπό μας. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και συχνά την αποθάρρυνση των Άγγλων αποικιοκρατών, στην Κύπρο από το τελευταίο τεταρτημόριο του 19ου ίσα με τα μισά του εικοστού αιώνα είχε γίνει μια πραγματική μορφωτική επανάσταση. Καλλιεργήθηκαν μέσα από το ελληνικό σχολείο όχι μονάχα οι βασικές γνώσεις και η μύηση στον κόσμο της επιστήμης, αλλά και ο Διαφωτισμός και οι φιλελεύθερες ιδέες που συγκρότησαν και τον σκελετό της εθνικής ιδέας που αργότερα οδήγησε και στον αγώνα για την ελευθερία. Γι’ αυτό και τα γράμματα και ιδιαίτερα τα ελληνικά γράμματα είναι για την κοινωνία και τη χώρα μας μια πολύτιμη παρακαταθήκη και, θα μπορούσα να πω, η πλατειά λεωφόρος της βελτίωσης και της καταξίωσης του ανθρώπου. Ενώ συλλογικά λειτούργησαν και ως ένας κοινωνικά στρατηγικός αναβαθμός.
Δανείστηκα τον τίτλο από τον γνωστό σύγχρονο στοχαστή Χρήστο Γιανναρά. Ο οποίος προτείνει, σε αντιπαραβολή με την άλλοτε Μεγάλη Ιδέα που από τα μισά του 19ου αιώνα και στην αρχή του εικοστού αιώνα καθοδήγησε μια τεράστια προσπάθεια για ολοκλήρωση του ελληνικού έθνους και προσπάθεια, ει δυνατόν, να συμπέσουν τα κρατικά με τα πολιτιστικά όριά του –με όλα τα γνωστά επιτεύγματα, αλλά και τις περιπέτειες- μια σύγχρονη μεγάλη ιδέα που πρέπει να καθοδηγεί τον συλλογικό μας βίο και τις προσπάθειές μας: την παιδεία. Μια εκπαίδευση που να παράγει παιδεία. Δηλαδή μόρφωση και καλλιέργεια, αλλά και βασικές αρχές που να συγκροτούν το σύγχρονο πρόσωπό μας μέσα σε έναν κόσμο ιδιαίτερα απαιτητικό και συχνά αντίξοο. Και θα έπρεπε να έχουμε αυτό τον στόχο. Και θα πρέπει συνεχώς να φροντίζουμε και να ανανεώνουμε, να επικαιροποιούμε και να ενισχύουμε το εκπαιδευτικό σύστημά μας, το οποίο αντιμετωπίζει τόσες και τόσο μεγάλες προκλήσεις. Τολμώ να πω ότι αυτή ακριβώς είναι και η κατεύθυνση σήμερα της Κυβέρνησής μας, μέσα από μια ευρεία Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση που τα τελευταία χρόνια έχει φέρει αρκετές βελτιωτικές αλλαγές, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη, αφού έχουμε ακόμα σημαντικά πράγματα να κάνουμε. Πρέπει να φροντίσουμε την παιδεία.
Γιορτάζουμε όμως τα Γράμματα μαζί με την εορτή των τριών Ιεραρχών. Γιατί οι τρεις αυτές ξεχωριστές πνευματικές μορφές της Ορθοδοξίας εμπέδωσαν τη σύνθεση του οικουμενικού ελληνικού πνεύματος με το πανανθρώπινο κήρυγμα του χριστιανισμού. Οι τρεις ιεράρχες που έζησαν και έδρασαν τον 4ο αιώνα στον Πόντο, την Καππαδοκία και την Αντιόχεια, διακρίθηκαν κατ’ αρχήν για τη μοναδική ελληνική παιδεία τους. Δεν δίσταζε ο Μέγας Βασίλειος να δηλώνει με τη γνωστή ομιλία του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών οφελοίντο λόγων».
Οι τρεις Ιεράρχες ενσάρκωσαν και έδωσαν νόημα σε μια πολιτιστική συγκυρία όπου ο ελληνισμός δεμένος στερεά στη μοναδική πνευματική κληρονομιά του, την κλασική Ελλάδα της φιλοσοφίας και της ρητορικής, των επιστημών, της ποίησης και του θεάτρου, συνέθεσε νέες μορφές πολιτισμού και πνευματικότητας οι οποίες διαμέσου της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης παραμένουν εξίσου ως θεμέλιο οικουμενικού πολιτισμού. Το πνευματικό εκτόπισμα των τριών ιεραρχών αντιστοιχεί σε μια μεγάλη πολιτιστική κίνηση η οποία προεκτείνει ως άρρηκτη συνέχεια τη χριστιανική οικουμένη του Μεγάλου Κωνσταντίνου πάνω στα θεμέλια της ελληνικής οικουμένης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έζησαν και δημιούργησαν πνευματικά μέσα σε ένα κόσμο και ένα κλίμα συνάφειας της ελληνικής παιδείας με τον χριστιανισμό, απορρίπτοντας τα ψευδοδιλλήματα της εποχής τους -που και σήμερα κάποτε τείνουν να επιβιώσουν- κατά τα οποία θα έπρεπε δήθεν να διαλέξουμε και είτε να προκρίνεται η κλασσική ελληνική κληρονομιά είτε η χριστιανική πίστη και η θεολογία της αγάπης.
Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος σπούδασε στην Αθήνα, θεωρούσε πολύ σημαντική τη μελέτη των κλασσικών συγγραφέων και της ελληνικής φιλοσοφίας, φυσικά υπό το χριστιανικό πρίσμα. Η συμβολή του στην ανάπτυξη των γραμμάτων και της φιλανθρωπίας τον κατέστησαν μια από τις μεγαλύτερες μορφές της χριστιανικής παράδοσης. Νομίζω είναι σε όλους γνωστή η ανεξάντλητη παρακαταθήκη του, η «θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, του οποίου η προσωνυμία οφείλεται στο ότι, όπως έλεγε ο λαός, «η γλώσσα του έσταζε μέλι», ήταν δηλαδή χαρισματικός ρήτορας, διακρίθηκε επίσης για την ανάπτυξη της φιλανθρωπίας. Στα ημερήσια συσσίτια που οργάνωνε τρέφονταν επτά χιλιάδες άνθρωποι. Όπως και ο Μέγας Βασίλειος, αφήνοντας κατά μέρος το μεγάλο μυθολογικό οικοδόμημα της αρχαίας Ελλάδας, αξιοποίησε περίτεχνα τις εργαλειακές μεθόδους της φιλοσοφίας τους προκειμένου να αναπτύξει μια συστηματική θεολογία. Στη ζωή του υπήρξε υπόδειγμα ασκητή ενώ δεν παρέλειπε να καταδικάζει εκείνους τους ιερείς που πλούτιζαν από την ιδιότητά τους. Ήταν τέτοια η σκληρή κριτική που ασκούσε στους Αυτοκράτορες, που τελικά η αυλή τον κυνήγησε και τον εξόρισε. Όμως η φήμη του τον ξεπέρασε αφού θεωρείται Άγιος από όλες σχεδόν τις χριστιανικές ομολογίες. Στον Γρηγόριο Ναζιανζινό, ο οποίος όπως και ο Ιωάννης ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αποδόθηκε η ονομασία Γρηγόριος ο Θεολόγος διότι παρέδωσε εξέχον θεολογικό έργο διακρινόμενος για την τριαδική θεολογία. Μεγάλος θεράπων και υποστηρικτής των ελληνικών γραμμάτων, επεδίωξε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ελληνόφωνων και λατινόφωνων θεολόγων της εποχής του.
Στην Ιστορία και την παράδοση της Κύπρου η Εκκλησία έπαιξε προεξάρχοντα ρόλο για την ανάπτυξη του σύγχρονου σχολικού συστήματος επί μακρόν και προτού η χώρα μας διαθέτει το δικό της ανεξάρτητο κράτος. Αρκεί ίσως να μνημονεύσουμε ότι σε καιρούς χαλεπούς άνοιγε σχολεία, ενώ το πρώτο σχολικό ίδρυμα, προτού μετεξελιχθεί στο γνωστό Παγκύπριο Γυμνάσιο είχε ιδρυθεί από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, αρχές του 20ου αιώνα, ως Ελληνομουσείον Οσπίτιον. Υλοποιούσε έτσι τη διορατική προτροπή του Κοσμά του Αιτωλού ο οποίος και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «Δεν βλέπεις ότι με την αγραμματοσύνη αγρίεψε το Γένος μας και γίναμε σαν θηρία; Το σχολείο φωτίζει τους ανθρώπους. [...] Χωρίς σχολείο περπατούμε στο σκότος».
Αυτή τη μέρα, σε αυτή τη γιορτή, τιμούμε μαζί και τους εκπαιδευτικούς, τους ανθρώπους που απ’ όποια βαθμίδα και αν υπηρετούν την παιδεία ασκούν αναμφίβολα σοβαρό παιδαγωγικό και πνευματικό έργο. Στη σημερινή εποχή, με τις πολλαπλές προκλήσεις και τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα τα οποία πολιορκούν και το σχολείο, πρέπει όλοι να καταβάλουμε πρόσθετες προσπάθειες. Ούτως ώστε και η σημερινή Κύπρος να φανεί αντάξια μιας εκπαιδευτικής παράδοσης για την οποία δικαιολογημένα είμαστε περήφανοι, αλλά και να αξιοποιήσουμε εκείνο που είναι ο βασικός πλούτος αυτού του τόπου, οι άνθρωποί μας. Για τον σκοπό αυτό η Κυβέρνηση του Προέδρου Αναστασιάδη εδώ και μερικά χρόνια προωθεί μεθοδικά μια σφαιρική μεταρρύθμιση της εγκύκλιας εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει και στηρίζει την ανώτατη εκπαίδευση.
Αρκετά πράγματα έχουν ήδη αλλάξει στα σχολεία μας. Τα Αναλυτικά Προγράμματα, οι Κανονισμοί, το νέο λύκειο με την επιλογή κατεύθυνσης, όπως και το από πολλά χρόνια αναμενόμενο αξιολογικό σύστημα επιλογής των εκπαιδευτικών. Αρκετά ακόμα μένουν να γίνουν. Και οι αλλαγές συχνά αποδεικνύονται δύσκολες. Πρέπει όμως να υπερβούμε τις δυσκολίες με διάθεση συνεργασίας και έχοντας πάντοτε συναίσθηση πως έχουμε να κάνουμε με κάτι πραγματικά «ιερό», όπως είναι η εκπαίδευση. Διότι, όπως κάπου αναφέρει ο Στέλιος Ράμφος «όταν οι νέοι αρνούνται να μελετήσουν, διότι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο στερείται νοήματος, οι υλικές συνθήκες δεν προσφέρουν καμία βοήθεια. Για να τους μεταπείσει κανείς πρέπει πρώτα να κεντρίσει τις ευγενικές τους φιλοδοξίες, να σκεφθεί την ποιότητα της εκπαιδεύσεως».
Όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανέφερε ότι ο δάσκαλος πρέπει να διαθέτει ηρεμία και απέραντο σεβασμό για την προσωπικότητα του παιδιού, με ανάλογο πνεύμα σεβασμού και εκτίμησης πρέπει όλοι να περιβάλουμε γενικά την εκπαίδευση.
Όπως γράφει και πάλι ο Στέλιος Ράμφος «η σπουδή θέλει αγάπη και αγαπούμε ό,τι μας εξυψώνει».
Κλείνοντας πρέπει να απευθυνθώ στους φίλτατους εκπαιδευτικούς που αφυπηρετούν/αφυπηρέτησαν (με ιδιαίτερα αισθήματα αφού και εγώ ο ίδιος προέρχομαι από οικογένεια με γονείς εκπαιδευτικούς) εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη που όλοι νιώθουμε για την πολύχρονη προσφορά τους. Σας εύχομαι από καρδιάς, αγαπητοί εκπαιδευτικοί, υγεία, προσωπική και οικογενειακή ευτυχία, όντας βέβαιος ότι στο περιβάλλον σας έχετε ακόμα να προσφέρετε από τα όσα προσκομίσατε από την πολύτιμη εμπειρία σας.
Αγαπητά παιδιά, θέλω κλείνοντας να συγχαρώ εσάς για τα όσα έχετε πετύχει. Αυτά που καταφέρατε και για τα οποία σήμερα θα τιμηθείτε, τα έχετε πετύχει με την προσπάθεια και τους δικούς σας κόπους, δικαιώνοντας και τους δασκάλους, αλλά και την οικογένειά σας. Συνεχίστε σε αυτό τον δρόμο της ευγενικής προσπάθειας. Και να θυμάστε πάντα όπως κατέδειξαν και οι τρεις Ιεράρχες που τιμάμε σήμερα, ότι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η παιδεία εξυπηρετεί και αναδεικνύει τον προορισμό του ανθρώπου. Γιατί σκοπός δεν είναι μόνο η «πολυμάθεια», αλλά γενικότερα η καλλιέργεια και η ακτινοβολία αρχών και αξιών μέσα στον έλλογο άνθρωπο.
Θέλω τέλος να συγχαρώ τον Δήμο και τους φορείς που διοργανώνουν αυτή την ωραία γιορτή.
____________
ΡΜ/ΣΧ
Σχετικά Ανακοινωθέντα