«Όπως συμφωνήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, οι δυο ηγέτες ήλθαν στη Χάγη χθες για ένα πολύ συγκεκριμένο και συμφωνημένο σκοπό. Ρώτησα τον κάθε ένα από αυτούς αν ήταν διατεθειμένος να δεσμευτεί σήμερα να υποβάλει το σχέδιο μου της 26ης Φεβρουαρίου 2003 για έγκριση σε ξεχωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα στις 30 Μαρτίου 2003 ώστε να επιτευχθεί συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος.
Ο κ. Παπαδόπουλος απάντησε ότι ήταν διατεθειμένος να το πράξει εφόσον ο λαός θα γνώριζε πάνω σε τι του εζητείτο να ψηφίσει. Προς το σκοπό αυτό ήθελε να είναι βέβαιος ότι τα κενά όσον αφορά την ομοσπονδιακή νομοθεσία καθώς και τα συντάγματα των συνιστώντων κρατιδίων θα συμπληρώνονταν. Υπογράμμισε τη σημασία όπως η Ελλάδα και η Τουρκία συμφωνήσουν και δεσμευτούν στις πρόνοιες του σχεδίου αναφορικά με την ασφάλεια. Επιπλέον τόνισε ότι χρειαζόταν σημαντικά περισσότερος χρόνος για μια κατάλληλη δημόσια εκστρατεία πάνω στο δημοψήφισμα απ΄ ότι ήταν διαθέσιμος. Αυτοί οι όροι έπρεπε να τηρηθούν πριν διενεργηθεί το δημοψήφισμα. Ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε ότι ήταν διατεθειμένος να μην επανανοίξει τις ουσιαστικές πρόνοιες εάν και η άλλη πλευρά ήταν διατεθειμένη να πράξει το ίδιο.
Ο κ. Ντενκτάς απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να συμφωνήσει να παραπέμψει το σχέδιο σε δημοψήφισμα. Είπε ότι είχε θεμελιώδεις αντιρρήσεις σε βασικά σημεία του σχεδίου. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι περαιτέρω διαπραγματεύσεις θα είχαν πιθανότητα επιτυχίας μόνο αν άρχιζαν από νέο σημείο εκκίνησης και αν τα μέρη συμφωνούσαν πάνω σε βασικές αρχές. Πρόσθεσε ότι η Τουρκία δεν ήταν σε καμιά περίπτωση σε θέση να υπογράψει τη δήλωση που ζητήθηκε από τις εγγυήτριες δυνάμεις διότι αυτό απαιτούσε πρώτα την εξουσιοδότηση της εθνοσυνέλευσης.
Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της χθεσινής ημέρας και κατά τη διάρκεια της νύκτας για να διασωθεί η διαδικασία και να παραμείνει ανοικτή η προοπτική να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια επανενωμένη Κύπρος. Εισηγήθηκα ακόμα ότι οι διαπραγματεύσεις μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι τις 28 Μαρτίου με προοπτική να διενεργηθούν τα δημοψηφίσματα μια βδομάδα αργότερα στις 6 Απριλίου. Δυστυχώς οι προσπάθειες αυτές ήταν ανεπιτυχείς για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω.
Κατά συνέπεια, όπως ανέφερα όταν έφυγα από την Κύπρο στις 28 Φεβρουαρίου, έχουμε φθάσει στο τέλος του δρόμου. Οι δυο ηγέτες εξέφρασαν την προθυμία τους να συνεχίσουν τις συνομιλίες. Όμως, χωρίς σταθερή δέσμευση να προχωρήσουν ενεργώς σε μια κατάληξη σύμφωνα με ένα αυστηρό πρόγραμμα εργασίας που θα κορυφωθεί σε χωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα, είναι σαφές ότι δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί συνολική διευθέτηση πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 16 Απριλίου. Αυτή η δέσμευση δεν υπάρχει αυτή την ώρα. Γι΄ αυτό έχω ζητήσει από τον κ. ντε Σότο να μεταβεί στη Νέα Υόρκη για να υποβάλει λεπτομερή έκθεση στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το γραφείο του κ. ντε Σότο στην Κύπρο θα κλείσει τις επόμενες βδομάδες.
Συμμερίζομαι απόψε ένα βαθύ αίσθημα λύπης όλων των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Ελλήνων και Τούρκων που αγαπούν την ειρήνη. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα παρουσιαστεί σύντομα μια άλλη ευκαιρία σαν κι αυτή. Όμως, θέλω να γνωρίζει ο κυπριακός λαός ότι δεν τους εγκαταλείπω. Είδα στα μάτια τους την επιθυμία για ειρήνη και επανένωση. Λυπούμαι γιατί τους έχει στερηθεί η ευκαιρία να αποφασίσουν για το μέλλον τους.
Το σχέδιο μου παραμένει στο τραπέζι έτοιμο για τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους να το παραλάβουν και να προχωρήσουν σε μια λύση αν έχουν τη θέληση να το κάνουν. Εάν δω ότι υπάρχει σαφής και ρεαλιστική προοπτική να οριστικοποιηθούν οι διαπραγματεύσεις με την πλήρη υποστήριξη των μητέρων πατρίδων, θα είμαι έτοιμος να βοηθήσω. Ας ελπίσουμε ότι εκείνη η μέρα είναι πιο κοντά απ΄ ότι φαίνεται σήμερα το πρωί.»