04-10-2024 10:21
Χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Χριστοδουλίδη στην Τελετή Έναρξης του Συνεδρίου του Πανεπιστημίου Κύπρου «1974-2024. Πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο»
Η συμπλήρωση, το φετινό καλοκαίρι, πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και την τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου του 1974, που ολοκληρώθηκε με τη δεύτερη φάση της τον Αύγουστο του 1974, προσφέρει την ευκαιρία και επιβάλλει επετειακούς απολογισμούς και αναγκαίες αποτιμήσεις. Αυτοί οι απολογισμοί γίνονται από όλους μας, συνειδητά ή ακόμη και ασυναίσθητα, αφού τα τραγικά γεγονότα του πραξικοπήματος, της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής της πατρίδας μας, αλλά και οι συνέπειές της παρούσας κατάστασης πραγμάτων, δεν άφησαν και δεν αφήνουν κανένα Κύπριο ή Κύπρια ανεπηρέαστους. Πέρα από τους πεσόντες, τραυματίες, τους αιχμαλώτους στρατιώτες, δεκαεννιάχρονα και εικοσάχρονα παιδιά στην πλειοψηφία τους, ακόμη πιο τραγικά βίωσαν την εισβολή οι άμαχοι, οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά. Ως ανυπεράσπιστα τραγικά θύματα και αυτόπτες μάρτυρες φρικτών εγκλημάτων πολέμου και ομαδικών εκτελέσεων, ως εγκλωβισμένοι, ως ανέστιοι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, ως πρωταγωνιστές σπαρακτικού αρχαίου δράματος στις χιλιάδες περιπτώσεις συγγενών των πεσόντων, των αγνοουμένων και των αιχμαλώτων. Ένα συλλογικό ποτάμι της μνήμης που δεν έχει σταματήσει να στάζει πόνο και οδύνη για τα μαρτύρια, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τον βίαιο ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες, τις ζωές και τα όνειρα που θρυμματίστηκαν βίαια.
Με τεράστιες ανεπούλωτες συνέπειες, άμεσες και μακροχρόνιες, όπως τις βίωσαν και τις βιώνουν εδώ και πέντε δεκαετίες οι απλοί άνθρωποι του νησιού μας. Τόσο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έχουν μνήμες από την Κύπρο πριν από την τουρκική εισβολή όσο και οι νεότεροι, όπως και η γενιά που ανήκω και εγώ, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια πατρίδα υπό κατοχή, ένα νησί σημαδεμένο και ακρωτηριασμένο από τα οδοφράγματα, τα φυλάκια στην «Πράσινη Γραμμή», τη σημαία στον Πενταδάκτυλο, την ασφυκτική παρουσία του κατοχικού στρατού. Ανάλογο το βάρος και το κόστος και για το κράτος μας, την Κυπριακή Δημοκρατία, ό,τι πιο σημαντικό έχουμε μέχρι σήμερα, μια Κυπριακή Δημοκρατία που –να συνεχίσω από εκεί που έμεινε ο Πρύτανης– δεν την αγαπήσαμε όσον έπρεπε να την αγαπήσουμε, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της.
Φίλες και φίλοι,
Όλα όσα προανέφερα και πολλές άλλες πτυχές και διαστάσεις της τραγωδίας του 1974 και των συνεπειών της στον Κόσμο της Κύπρου θα εξετάσει διεξοδικά με τη νηφαλιότητα της ιστορικής επιστήμης το τριήμερο συνέδριο που διοργανώνεται εδώ στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιστημονική συνάντηση της φετινής επετειακής χρονιάς, για την αποτίμηση των γεγονότων της τουρκικής εισβολής, και η συμμετοχή ιστορικών, νομικών, δημοσιογράφων, πολιτικών επιστημόνων, φιλολόγων, ψυχολόγων και συνέδρων άλλων ειδικοτήτων εγγυάται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο. Ανάμεσα στις δεκάδες των συνέδρων περιλαμβάνονται καταξιωμένοι ομιλητές, με μεγάλο έργο στην ειδικότητά τους και σε ξεχωριστές θεματικές των κυπριακών σπουδών, αλλά και νέοι και νέες ερευνητές και ερευνήτριες, από τους οποίους αναμένουν πολλά τόσο η κοινωνία μας όσο και οι επιστημονικοί τους κλάδοι. Παράλληλα υπάρχει μια καινοτομία. Σε δυο στρογγυλές τράπεζες του συνεδρίου θα ακουστούν βιωματικές αφηγήσεις.
Είναι ένα συνέδριο στο οποίο αναμένεται να δοθούν απαντήσεις –είναι σαφώς πιο εύκολο μέσα από τέτοια επιστημονικά συνέδρια να λεχθούν αλήθειες– αλλά και να τεθούν νέα ερωτήματα για την κυπριακή τραγωδία του 1974, που σημάδεψε τη σύγχρονη Ιστορία του τόπου μας και των ανθρώπων του με τις εικόνες και τις μνήμες του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, των θυμάτων του πολέμου, της αιχμαλωσίας και του δράματος των αγνοουμένων.
Θέλω να συγχαρώ κι εγώ με τη σειρά μου τους διοργανωτές αυτού του σημαντικού συνεδρίου: το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος για την πρωτοβουλία τους, που συνεχίζει, είναι συνέχεια της πλούσιας προσφοράς τους στην ανάπτυξη των ιστορικών σπουδών στη χώρα μας. Και ειδικότερα τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής και όσους και όσες κοπίασαν για την πραγματοποίηση του συνεδρίου ή συνέδραμαν με οποιονδήποτε τρόπο για αυτό.
Φίλες και Φίλοι,
Τόσο η βαρύτητα και η σημασία του συνεδρίου όσο και οι προσωπικοί μου δεσμοί με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η ενασχόλησή μου με την ιστορία της Κύπρου μου προκαλούν ξεχωριστά αισθήματα περηφάνειας και συγκίνησης, κηρύσσοντας την έναρξη της τριήμερης επιστημονικής συνάντησης.
Για αυτό, να σας παρακαλέσω να μου επιτρέψετε να κλείσω αυτόν τον σύντομο χαιρετισμό με μερικούς στίχους του Γιώργου Σεφέρη. Ενός κορυφαίου λογοτέχνη και διπλωμάτη που αγάπησε την Κύπρο, καθώς του θύμιζε τα όσα έζησε στα παιδικά του χρόνια στην Ιωνία. Στον σεφερικό λόγο, από τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», του 1953, θεωρώ ότι συνοψίζονται τα όσα προσμένουμε από τις εργασίες του συνεδρίου που ξεκινά αμέσως μετά:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικόˑ
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπηςˑ
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε...»
Σας ευχαριστώ πολύ.
(ΡΜ/ΑΦ/ΝΓιαν)
Σχετικά Ανακοινωθέντα