Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

31-01-2025 16:30

Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης για απόδοση επίδικης τουρκοκυπριακής περιουσίας στον ιδιοκτήτη της

Ότι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών είχε παράνομα επέμβει σε τουρκοκυπριακή ακίνητη περιουσία στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, αποτέλεσε τον ισχυρισμό που παρουσιάστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε έφεση που καταχωρίστηκε από Βρετανό υπήκοο τουρκοκυπριακής καταγωγής (εφεσείων), ώστε να απαιτηθούν από τη Δημοκρατία πρόσθετες αποζημιώσεις. Η έφεση στρεφόταν κατά της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε σχέση με ακίνητη περιουσία στην περιοχή Μακένζι, την οποία ο εφεσείων είχε κληρονομήσει από τον επίσης τουρκοκυπριακής καταγωγής αποβιώσαντα πατέρα του, ο οποίος μετανάστευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1951. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο, απέρριψε εν μέρει την έφεση εκδίδοντας  απόφαση στις 29 Ιανουαρίου 2025.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, το επίδικο ακίνητο ανήκει κατά ½ μερίδιο στον εφεσείοντα και το 2010 παραχωρήθηκε από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σε Ελληνοκύπριους πρόσφυγες για χρήση. Προηγουμένως, και συγκεκριμένα την περίοδο 1975 μέχρι και την 1η Ιουλίου 1991 –ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμος του 1991– το ακίνητο, δυνάμει διαταγμάτων, βρισκόταν υπό το καθεστώς επίταξης. Με την έναρξη ισχύος του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου, η νομική κατοχή του ακινήτου περιήλθε στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο οποίος το 2010 επέτρεψε τη χρήση του. Ο εφεσείων προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξιώνοντας αποζημιώσεις, ισχυριζόμενος ότι από το 1975, τόσο ο αποβιώσας πατέρας του όσο και ο ίδιος, έχουν αποκλειστεί από την άσκηση δικαιώματος επί της περιουσίας τους, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Στην απόφαση του το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι υπήρχε παράνομη επέμβαση επί του επίδικου μεριδίου από το 1975 έως το 1991, δεν δέχθηκε όμως ότι η παράνομη επέμβαση συνεχίστηκε από το 1991 έως το 2010.

Ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, προβάλλοντας ως λόγους έφεσης τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την παράνομη επέμβαση στην περιουσία και το ύψος των αποζημιώσεων που εκδικάστηκαν συνεπεία αυτής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης,  κατέλεξε ότι το εν λόγω ακίνητο δεν συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία εντός της έννοιας του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου και πως η επίταξη του ακινήτου από το 1975 έγινε στη λανθασμένη βάση του ότι επρόκειτο για τουρκοκυπριακή περιουσία. Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε επίσης με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, από το 1991 που τέθηκε σε ισχύ ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμος και μέχρι το 2010, δεν αποδείχθηκε η κατοχή ή/ και ο έλεγχος του ακινήτου από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ώστε να τεκμηριωθεί παράνομη επέμβαση. Ωστόσο, το γεγονός ότι το 2010 ο Κηδεμόνας επέτρεψε την ανέγερση οικοδομής εντός του ακινήτου, αποδεικνύει παράνομη κατοχή του ακινήτου από τον Κηδεμόνα.

Σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα εξαιτίας της παράνομης, από το 2010, κατοχής του ακινήτου από τον Κηδεμόνα, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ορθότητα της μεθοδολογίας υπολογισμού της αποζημίωσης στη βάση της εκτίμησης του Κτηματολογίου. Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις του εφεσείοντα για αποζημιώσεις λόγω δυσμενούς διάκρισης εναντίον του, επισημαίνοντας ότι το καθοριστικό κριτήριο, για το οποίο η Δημοκρατία προχώρησε στην ανάληψη της διαχείρισης του επίδικου ακινήτου, δυνάμει του Νόμου, ήταν η διαχείριση των συνθηκών που δημιούργησε η τουρκική εισβολή και το καθήκον της πολιτείας να λάβει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλελειμμένων τουρκοκυπριακών περιουσιών. Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με την επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη τεκμηρίωση δυσμενούς διάκρισης στην περίπτωση του εφεσείοντα, αφού Τουρκοκύπριοι που δεν εγκατέλειψαν την περιουσία τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν απώλεσαν την κατοχή και τη διαχείριση της περιουσίας τους. Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επιδίκασε επιπλέον τιμωρητικές αποζημιώσεις κατά της Δημοκρατίας για την περίοδο 1975 μέχρι 2010, ως η απαίτηση του εφεσείοντα. Η έφεση ωστόσο πέτυχε μερικώς, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο επιδίκασε νόμιμους τόκους για την περίοδο του ευρήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι ο Κηδεμόνας παράνομα κατέχει το επίδικο ακίνητο, έως την ημέρα πλήρους αποπληρωμής του επιδικασμένου ποσού αποζημίωσης που είχε διαταχθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε πρωτόδικα και κατ’ έφεση η κα ‘Ελλη Φλωρέντζου Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

(ΜΛ/ΕΑθ)