30-06-2022 08:05
Γραπτή δήλωση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Μάριου Πελεκάνου για το δείπνο ΕΕ-ΝΑΤΟ, στη Μαδρίτη, στο οποίο συμμετείχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης συμμετείχε χθες βράδυ στις εργασίες του ευρωατλαντικού δείπνου εργασίας που φιλοξένησε στη Μαδρίτη ο Πρωθυπουργός της Ισπανίας κ. Πέδρο Σάντσεθ.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με σειρά ηγετών των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, τόσο στο περιθώριο του δείπνου όσο και κατά τη διάρκεια αυτού. Μεταξύ άλλων, αντάλλαξε απόψεις με τον Έλληνα Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Γάλλο Πρόεδρο κ. Εμανουέλ Μακρόν, τον Βρετανό Πρωθυπουργό κ. Μπόρις Τζόνσον, τον Ιταλό Πρωθυπουργό κ. Μάριο Ντράγκι, τον Πρωθυπουργό του Καναδά κ. Τζάστιν Τριντό, τον Αυστριακό Καγκελάριο κ. Καρλ Νεχάμερ και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ κ. Τζο Μπάιντεν.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνομίλησε, επίσης, με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον οποίο αντάλλαξε απόψεις, κυρίως σε σχέση με το Κυπριακό.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δήλωσε προς τον Πρόεδρο της Τουρκίας την ετοιμότητά του για επανάληψη των διαπραγματεύσεων για διευθέτηση του Κυπριακού υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και επανέλαβε πως ο ίδιος είναι πάντοτε έτοιμος να προσέλθει σε συνομιλίες, με στόχο τη διευθέτηση ενός χρονίζοντος προβλήματος, η επίλυση του οποίου θα είναι επωφελής για την Κύπρο και όλους τους Κύπριους, καθώς και για τη σταθερότητα και ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και για τις σχέσεις ΕΕ -Τουρκίας.
Στην τοποθέτηση του κατά τη διάρκεια του δείπνου εργασίας, ενώπιον των 36 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων από κράτη μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στάθηκε αρχικά στην ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας, με προεξάρχουσες τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία η οποία έχει επιφέρει μείζονες αλλαγές, όχι μόνο επί πτυχών της παραδοσιακής ασφάλειας, αλλά και σε τομείς όπως είναι η ασφάλεια τροφίμων, η ενεργειακή ασφάλεια, η μετανάστευση και οι υβριδικές απειλές.
Βεβαίως, πρόσθεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η συνεργασία ΕΕ-ΝΑΤΟ θα πρέπει πάντοτε να βασίζεται στον σεβασμό, αφενός, της αυτονομίας των δύο οργανισμών ως προς τις διαδικασίες λήψης αποφάσεών τους και, αφετέρου, του διεθνούς δικαίου.
Τούτων δοθέντων, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επεσήμανε στην παρέμβασή του, 4 σημεία που θα πρέπει να τεθούν ως προτεραιότητα, δηλαδή (α) την ενδυνάμωση των αυτόνομων αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ, ούτως ώστε αυτή να μπορεί να συνδράμει στην αντιμετώπιση καταστάσεων κρίσης στην Ευρώπη, αλλά και διεθνώς, πάντοτε σε συνοχή και συνεργασία με συμμάχους, όπως το ΝΑΤΟ ή άλλες χώρες με τις οποίες η ΕΕ μοιράζεται κοινά συμφέροντα και αξίες, (β) την επίδειξη μηδενικής ανοχής, είτε προς παραβιάσεις του Διεθνούς Δίκαιου είτε προς αναθεωρητικές πολιτικές, (γ) την επίλυση υφισταμένων προβλημάτων, τα οποία απειλούν τη συνοχή των δύο Οργανισμών στη βάση του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης και (δ) την εφαρμογή από όλες τις χώρες των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί κατά της Ρωσίας, προκειμένου αυτές να καταστούν περισσότερο αποτελεσματικές.
Αναφερόμενος στο κυπριακό πρόβλημα το οποίο χαρακτήρισε ως μια «ανοικτή πληγή», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι, όσο αυτό διαιωνίζεται τόσο θα συνεχίζει να αποτελεί απειλή προς την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη.
Επανέλαβε πως επιδίωξή του παραμένει ο τερματισμός της διαίρεσης στην Κύπρο και η επίτευξη μιας λειτουργικής και βιώσιμης διευθέτησης στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των όσων προβλέπονται στο Διεθνές Δίκαιο.
Τέλος, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης υπογράμμισε την προσήλωσή του στην προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών που θα επιτρέψουν την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από το σημείο όπου είχαν διακοπεί με στόχο μια συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Ένας στόχος που θα καταστεί εφικτός με την προϋπόθεση ότι το σύνολο των εμπλεκομένων θα αποφασίσει ότι είναι επιτέλους καιρός για μια συμφωνία που θα οδηγήσει σε ένα κανονικό κράτος, πράγμα που θα είναι προς όφελος όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
(ΡΜ/ΜΒ/ΕΧΡ)