03-10-2024 17:13
Προσφώνηση του Υπουργού Άμυνας κ. Βασίλη Πάλμα στo Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Η Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Ασφάλειας στο Νέο Γεωπολιτικό Περιβάλλον»
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι σήμερα μαζί σας, στο πέμπτο ετήσιο συνέδριο Cyprus Forum. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου στους διοργανωτές, στο Oxygen for Democracy, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, τη Zenox Public Affairs και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, οι οποίοι όπως και τις προηγούμενες χρονιές, επιδιώκουν μέσα από εποικοδομητικές συζητήσεις να καταλήξουν σε συγκεκριμένες δράσεις και αποτελέσματα, τα οποία θα προωθούν βιώσιμες και κοινωνικά υπεύθυνες πολιτικές στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή.
Οι πρωτεργάτες που ενέπνευσαν τη δημιουργία του οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και αυτοί που στη συνέχεια εργάστηκαν για την πρόοδο και την εξέλιξή της αποτέλεσαν μια ποικιλόμορφη ομάδα οραματιστών και οραματιστριών με κοινά, ωστόσο, ιδανικά και στόχους.
Ο κυριότερος από αυτούς ήταν η δημιουργία μιας ειρηνικής, ενωμένης και ευημερούσας Ευρώπης, σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας εμπιστοσύνης συνεργασίας και αλληλοκατανόησης ανάμεσα στα κράτη.
Ο στόχος, παρ’ όλα αυτά μιας ειρηνικής, ενωμένης και ευημερούσας Ευρώπης δεν μπορεί να γίνει κατορθωτός χωρίς την επίτευξη ασφάλειας. Χωρίς σταθερότητα και προστασία από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές και κινδύνους, η διατήρηση της ειρήνης, η προώθηση της συνεργασίας και η ανάπτυξη της ευημερίας είναι πρακτικά ανέφικτες. Όταν δε αναφερόμαστε στην ασφάλεια ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτών των στόχων, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι αυτή δεν έχει μία και μόνο μορφή.
Αποτελεί μια σύνθετη έννοια, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την προστασία της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διατήρηση σταθερών οικονομικών συνθηκών, όπου οι κίνδυνοι είναι ελεγχόμενοι και η προστασία των οικονομικών και φυσικών πόρων εγγυημένη. Περιλαμβάνει επίσης τη διασφάλιση εσωτερικής ομαλότητας και εξωτερικής σταθερότητας και συνεργασίας, οι οποίες εν προκειμένω θα επιτρέπουν στα κράτη την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τη συλλογική συνεισφορά στην αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων, όπως η τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα και η παράνομη μετανάστευση, καθώς επίσης και την προστασία από κυβερνοεπιθέσεις και την ταχεία και αποτελεσματική ικανότητα αντιμετώπισης, προσαρμογής και ανάκαμψης από αυτές.
Συνολικά, ως εισαγωγή θα ανέφερα ότι η ασφάλεια αποτελεί το θεμέλιο, πάνω στο οποίο μπορεί να εδρασθεί το οικοδόμημα της ενωμένης Ευρώπης, όπως όλοι εμείς αντιλαμβανόμαστε. Στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον, η ΕΕ αντιμετωπίζει ολοένα αυξανόμενες απειλές και προκλήσεις.
Αναφέρομαι ενδεικτικά στη συνέχιση της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα σε παραδοσιακά μεγάλες δυνάμεις, στην ανάδυση νέων ισχυρών δρώντων, στην τρομοκρατία, στις κυβερνοεπιθέσεις, στις γεωπολιτικές αναταραχές και αστάθειες, και στα αυξημένα κύματα μεταναστευτικών ροών.
Αυτές οι προκλήσεις απαιτούν μια συντονισμένη και δυναμική στρατηγική ασφάλειας από την ΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσει, αφενός την προστασία της επικράτειάς της, αφετέρου τη σταθερότητα των θεσμών της και την ευημερία των πολιτών της, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της. Στην εξίσωση προστίθενται και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Για να αντιμετωπίσει το ταχέως μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο, η ΕΕ χρειάζεται να υιοθετήσει μια κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας, που θα αναπροσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και προκλήσεις. Αυτό απαιτεί, μεταξύ άλλων, την αύξηση των επενδύσεων για την ενίσχυση των αμυντικών της δυνατοτήτων και την προώθηση καινοτόμων τεχνολογιών για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων αιχμής, την κάλυψη στρατηγικών κενών και τη μείωση των τεχνολογικών και βιομηχανικών εξαρτήσεων.
Η αδιάλειπτη επανεξέταση και αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής ασφάλειας θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, αν λάβουμε υπόψη τις νέες, αλλά και τις μεταβαλλόμενες απειλές και την ανάγκη για έναν συντονισμένο και ευέλικτο στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε η Ευρώπη να μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα και αποτελεσματικά στις σύγχρονες προκλήσεις, να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των κρίσιμων υποδομών της και να διασφαλίσει τη συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών της.
Κυρίες και κύριοι,
Για τρίτη συνεχή χρονιά, η Ευρώπη συνεχίζει να αντιμετωπίζει την αναπόφευκτα αμείλικτη πραγματικότητα ότι η ειρήνη και η ασφάλεια δεν μπορούν να θεωρούνται ως δεδομένες. Παρά το γεγονός ότι από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν έχουμε βιώσει μια σχετικά μακρά περίοδο ειρήνης, παρά τις ψυχροπολεμικές εντάσεις και συγκρούσεις, κυρίως στην Άπω και Μέση Ανατολή, αλλά και στα Βαλκάνια, οι τελευταίες διαδοχικές κρίσεις, με την πανδημία του κορονοϊού, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την οικονομική ύφεση, τη σύγκρουση στο Ισραήλ και την κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα, μεταξύ άλλων, έχουν καταστήσει σαφή τη ραγδαία ταχύτητα, με την οποία δύνανται να μεταβληθούν όλα όσα μέχρι πρότινος θεωρούνταν ως ελεγχόμενα.
Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση για να είναι σε θέση να διαμορφώσει τις κατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπιση κάθε πρόκλησης, κλήθηκε να προβεί στην αναγνώριση και μελέτη ενός ευρέως φάσματος «παραδοσιακών» και νεοφανών απειλών που αμφισβητούν και απειλούν να κλονίσουν την περιφερειακή και παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, τα συμφέροντά της, όσο και αυτές καθαυτές τις αρχές και αξίες της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος αποτελεί μέγιστη απειλή για την περιφερειακή, την ευρωπαϊκή, αλλά και την παγκόσμια ασφάλεια, έχει οδηγήσει τα κράτη της ΕΕ (και όχι μόνο) σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών, και έχει εν πολλοίς λειτουργήσει καταλυτικά στη διαμόρφωση συνθηκών ενίσχυσης της συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ένωσης.
Η προ διετίας υιοθέτηση, εκ μέρους της ΕΕ, της Στρατηγικής Πυξίδας –του τρίτου στρατηγικού εγγράφου, μετά την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας του 2003 (European Security Strategy) και την Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ του 2016 (EU Global Strategy) – καθώς επίσης η συμφωνία για ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσω κοινών προμηθειών (EDIRPA) καταδεικνύουν τόσο την πολυπλοκότητα του παγκόσμιου περιβάλλοντος όσο και το υψηλό επίπεδο δέσμευσης της ΕΕ στην επιδίωξη, κατοχύρωση και προστασία συνθηκών ασφάλειας, αλλά και τη φιλοδοξία της να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο, ως παγκόσμιου πάροχος ασφάλειας.
Οι αυξανόμενες ανησυχίες για επιδείνωση της ποιότητας ασφάλειας αντικατοπτρίζονται ολοένα και περισσότερο στις πολιτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης τα τελευταία χρόνια, μεταξύ άλλων, για την ενίσχυση της στρατιωτικής κινητικότητας, την ανάπτυξη δυνατοτήτων ταχείας αντίδρασης, και την ενίσχυση των στρατηγικών εταιρικών σχέσεων.
Τον Μάρτιο του 2023 ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας δήλωσε ότι «η Ευρώπη πρέπει να μάθει να μιλά τη γλώσσα της δύναμης» και πρόσθεσε ότι την επόμενη δεκαετία η ΕΕ θα κάνει ένα μεγάλο άλμα, ούτως ώστε να καταστεί πιο ισχυρός και αποφασιστικός πάροχος ασφάλειας καλύτερα προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις υφιστάμενες και μελλοντικές απειλές και προκλήσεις.
Στην έκθεση προόδου για το δεύτερο έτος υλοποίησης της Στρατηγικής Πυξίδας, επισημάνθηκε, ανάμεσα σε άλλα, η επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας και της ασφάλειας της ΕΕ, ειδικά μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και αναπτύχθηκε η επιτευχθείσα πρόοδος σε διάφορους τομείς, όπως η στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία, η αντιμετώπιση υβριδικών απειλών, η ενίσχυση της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο και το διάστημα και η ενίσχυση των εταιρικών σχέσεων. Τονίστηκε επίσης η σημασία της αύξησης των αμυντικών δαπανών, της βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, και της ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας.
Σημαντικό επίσης σκέλος της πολιτικής ασφάλειας της Ένωσης αποτελεί και η ενεργειακή της διάσταση, και εν προκειμένω η ανάγκη μείωσης των ενεργειακών εξαρτήσεων, ιδιαίτερα από τη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, εκ μέρους της ΕΕ αναγνωρίζεται η ανάγκη προστασίας των κρίσιμων υποδομών της, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών υποδομών. Συνοπτικά, αυτό που απαιτείται και αυτό, για οποίο καταβάλλονται προσπάθειες, είναι η μετεξέλιξη της ΕΕ σε έναν πιο δυναμικό και αποτελεσματικό διεθνή δρώντα στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Ενδεικτική σε αυτό το πλαίσιο είναι η απόφαση για διορισμό του πρώτου Επιτρόπου Άμυνας στην ΕΕ, ο οποίος αναμένεται να εργαστεί για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής ένωσης και την ενίσχυση των επενδύσεων στη βιομηχανική παραγωγή.
Μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η ΕΕ έχει κινητοποιηθεί σε πρωτοφανή έκταση και ένταση. Καταδικάζοντας επανειλημμένως τον επιθετικό πόλεμο και επιβάλλοντας 14 δέσμες κυρώσεων κατά της Ρωσίας, εξέφρασε την πρόθεσή της για συνέχιση της παροχής ισχυρής οικονομικής, ανθρωπιστικής, στρατιωτικής και διπλωματικής στήριξης στην Ουκρανία. Ενδεικτικά, σε ό,τι αφορά στην οικονομική στήριξη της χώρας, για τη διετία 2022-2024 η ΕΕ, πέραν της στήριξης από τα κράτη μέλη της (35 δισ. ευρώ), κινητοποίησε 6,1 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη (EPF), για ανταπόκριση στις στρατιωτικές και αμυντικές ανάγκες της Ουκρανίας.
Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2024 η ΕΕ αποφάσισε να αυξήσει το χρηματοδοτικό ανώτατο όριο του EPF κατά 5 δισ. ευρώ, με τη σύσταση ειδικού Ταμείου Βοήθειας για την Ουκρανία. Με την απόφαση αυτή, η συνολική χρηματοδοτική στήριξη που χορηγείται μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη ανέρχεται σε 11,1 δισ. ευρώ. Επιπλέον έλαβε την απόφαση ενίσχυσης της τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης του αμυντικού της τομέα, η οποία, όπως απεδείχθη, απαιτείται να καταστεί περισσότερο καινοτόμος, ανταγωνιστική και ανθεκτική.
Μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (EDF), το οποίο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, καθώς και ερευνητικών κέντρων, η ΕΕ στοχεύει στην ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της άμυνας μεταξύ των κρατών μελών. Μέσω του ταμείου επιδιώκεται η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της αποτελεσματικότητας και της ικανότητας καινοτομίας της ευρωπαϊκής αμυντικής και τεχνολογικής βάσης και η στήριξη της έρευνας και ανάπτυξης αμυντικών προϊόντων.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η ΕΕ επιδιώκει τη ενίσχυση της ασφάλειάς της μέσω της αναζωογόνησης της διαδικασίας διεύρυνσής της. Μέσω της ένταξης νέων μελών ενθαρρύνεται η σταθερότητα και εδραιώνεται η δημοκρατία σε περιοχές που ενδεχομένως να χαρακτηρίζονται από πολιτική αστάθεια. Επιπλέον, η ένταξη νέων χωρών ενισχύει τη συλλογική ασφάλεια της Ένωσης, μειώνει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, στοιχείο το οποίο περιορίζει εν μέρει τις εντάσεις και τις συγκρούσεις, αυξάνει τη γεωπολιτική επιρροή της Ένωσης, επιτρέποντάς της να διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο σε διεθνείς υποθέσεις, και ενισχύει τις δυνατότητες άμυνας και ασφάλειάς της μέσω της ενίσχυσης της αμυντικής συνεργασίας και της συνεισφοράς των εθνικών στρατών σε κοινές στρατιωτικές αποστολές.
Ως Κυπριακή Δημοκρατία στηρίζουμε τις προσπάθειες διεύρυνσης της ΕΕ και τις προοπτικές των νέων κρατών μελών, καθότι η ένταξη νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση και στον περιορισμό της δράσης άλλων δρώντων στην περιοχή και αποτελεί σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της ασφάλειας, της δημοκρατίας και της συνεργασίας στην Ευρώπη. Ως Κυπριακή Δημοκρατία, θεωρούμε πως η ένταξη νέων κρατών μπορεί να ενισχύσει τη γεωπολιτική μας θέση και να προωθήσει τις κοινές μας αξίες για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή.
Σε ό,τι αφορά στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, ειδικότερα μετά την έναρξη της σύγκρουσης στη Γάζα και την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, το περιβάλλον ασφάλειας καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκο. Ανέκαθεν η περιοχή αποτελεί πεδίο σκληρών συγκρούσεων με γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ανακατατάξεις. Έναν από τους βασικούς κρίκους της μακράς αλυσίδας των κρίσεων και των συγκρούσεων που εκτυλίσσονται εδώ και δεκαετίες στην περιοχή αποτελεί και το κυπριακό πρόβλημα και οι συνεχείς, παράνομες, προκλητικές δραστηριότητες της Τουρκίας στο έδαφος, τα χωρικά ύδατα και την αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ), οι οποίες παραβιάζουν καταφανώς το Διεθνές Δίκαιο και διαταράσσουν την ομαλότητα και την ειρήνη.
Η Κυπριακή Δημοκρατία διαχρονικά, αναγνωρίζοντας, αφενός, ότι η ευρύτερη ανατολική Μεσόγειος αποτελεί μια εξαιρετικά «ευαίσθητη» περιοχή, στην οποία προκύπτουν πολύ συχνά ένοπλες συγκρούσεις, και αφετέρου, ότι η «αποξένωση» δεν είναι βιώσιμη επιλογή για ένα μικρό κράτος, υλοποιώντας μεθοδικά μια στοχευμένη εξωτερική πολιτική, έθεσε ως στόχο τη βελτίωση και εμβάθυνση των σχέσεών της με τα γειτονικά κράτη και σημαντικούς δρώντες στην περιφέρεια.
Επιδιώκουμε μέσω αυτών των σχέσεων να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο συνεργασίας και εμπιστοσύνης, να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο συνεργασίας, το οποίο θα ενισχύει τις προσπάθειες για επίτευξη και διατήρηση ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή και θα συνεισφέρει στη διαδικασία επίτευξης των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, για διατήρηση της ασφάλειας και της ισορροπίας ανάμεσα στα πολλαπλά και ραγδαίως διαμορφούμενα ανταγωνιστικά συμφέροντα των δρώντων στη «Νότια Γειτονιά».
Ως κράτος μέλος της ΕΕ αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις δυνατότητές μας και δηλώνουμε παρών σε όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί συμβολή μας στις διεθνείς προσπάθειες για εκκένωση και υποδοχή αμάχων πολιτών, τόσο από το Σουδάν όσο και από το Ισραήλ, οι οποίες αναδεικνύουν ξανά την Κύπρο ως έναν σταθερό πυλώνα στη διαχείριση των ανθρωπιστικών κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Ως Κυπριακή Δημοκρατία, και ειδικότερα ως Υπουργείο Άμυνας, στο πλαίσιο του αναφαίρετου δικαιώματός μας για την προστασία των πολιτών μας και τη διασφάλιση της άμυνας της πατρίδας μας, ενισχύουμε μεθοδικά την επιχειρησιακή μας ετοιμότητα και την αποτρεπτική μας ικανότητα. Με τη διατήρηση των αμυντικών μας δυνατοτήτων σε υψηλό επίπεδο, μέσω της ενδυνάμωσης της αποτρεπτικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς, αποσκοπούμε στη διαφύλαξη της εθνικής μας ασφάλειας και της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Κυρίες και κύριοι,
Έχει καταστεί σαφές ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή πρωτοφανών προκλήσεων. Η ΕΕ καλείται να αναπροσαρμόσει τις στρατηγικές της, να ενισχύσει την εσωτερική της συνοχή και να αναπτύξει πιο ανθεκτικούς μηχανισμούς συνεργασίας και άμυνας. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν αποτελεί απλώς ζήτημα στρατιωτικής ισχύος. Είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής βούλησης και οικονομικής ανθεκτικότητας.
Σε έναν κόσμο, όπου οι απειλές μεταβάλλονται ταχύτατα, η ΕΕ πρέπει να παραμείνει ευέλικτη, να επενδύσει στην καινοτομία και να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας.
Το νέο γεωπολιτικό σκηνικό απαιτεί από εμάς να προσαρμόσουμε τις στρατηγικές μας και να ενισχύσουμε τις συμμαχίες μας, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της Ευρώπης.
Μόνο μέσα από τη συλλογική προσπάθεια και τη διαρκή συνεργασία μπορούμε να διασφαλίσουμε μια ασφαλή, ισχυρή και ευημερούσα Ευρωπαϊκή Ένωση, έτοιμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος.
(ΜΣ/ΝΓιαν)
Σχετικά Ανακοινωθέντα