Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

21-12-2024 19:51

Ομιλία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκου Χριστοδουλίδη στην τελετή για την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Καλαμάτας και την ανακήρυξή του σε Επίτιμο Δημότη Καλαμάτας

Είναι με αισθήματα τιμής και υπερηφάνειας που βρίσκομαι σήμερα στο βήμα αυτό. Από τη μια, τα αισθήματά μου πηγάζουν από την εξόχως τιμητική απόφαση του Δήμου αυτής της ιστορικής πόλης να με ανακηρύξει Επίτιμο Δημότη, όπως επίσης η απόφαση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου για απονομή του τίτλου του Επίτιμου Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών. Από την άλλη, τα αισθήματά μου πηγάζουν από την παρουσία μου σε μια πόλη και περιοχή με διακριτό αποτύπωμα στην ιστορική πορεία της Πελοποννήσου, αλλά και της Ελλάδος ευρύτερα, και δεσμούς, όχι τόσο γνωστούς όσο θα έπρεπε, με την ιδιαίτερη μου πατρίδα, την Κύπρο. 

Αποδέχομαι τις δύο διακρίσεις εκ μέρους του κυπριακού λαού, τον οποίο έχω την τιμή να εκπροσωπώ με αισθήματα υπερηφάνειας, σεβασμού και βαθιάς εκτίμησης, καθώς, πρωτίστως, τις ερμηνεύω ως τιμές στον θεσμό του ανώτατου πολιτειακού αξιωματούχου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέσω αυτού, οι διακρίσεις εκλαμβάνονται και ως αγάπη και εκτίμηση στον ίδιο τον κυπριακό λαό. Εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου στον Δήμαρχο Θανάση Βασιλόπουλο και το Δημοτικό Συμβούλιο για την απόφασή τους να με ανακηρύξουν Επίτιμο Δημότη της πόλης, όπως επίσης στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Καθηγητή Θανάση Κατσή, τον Κοσμήτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Αγαθών Καθηγητή Γιώργο Ανδρειωμένο, τον Πρόεδρο του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Θανάση Χρήστου και, μέσω αυτών, σε όλο το ακαδημαϊκό σώμα του Πανεπιστημίου για την τιμητική τους διάκριση. 

Θέλω επίσης να μου επιτρέψετε να σας ευχαριστήσω και για την απόφαση διοργάνωσης ενός διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή του 1974. Η απόφασή σας επιβεβαιώνει το αδιάλειπτο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν για την Κύπρο η Μητρόπολη Μεσσηνίας, η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και του κυπριακού λαού, από τα βάθη της καρδιάς μου σας ευχαριστώ και σας συγχαίρω. Η ανάδειξη και προβολή του κυπριακού προβλήματος (και εντός του ελληνικού χώρου) είναι μείζονος σημασίας για τον κυπριακό ελληνισμό, γιατί πρόκειται για ένα υπαρξιακό πρόβλημα που αγγίζει την ίδια την παρουσία του λαού μας στα χώματα των προγόνων μας, αλλά την ίδια στιγμή αφορά και επηρεάζει το σύνολο του ελληνισμού. 

Κύριε Δήμαρχε, 

Η απόφαση του Δήμου αυτής της ιστορικής πόλης να με ανακηρύξει Επίτιμο Δημότη της είναι εξαιρετικά τιμητική και, όπως προανέφερα, την αποδέχομαι εξ ονόματος του κυπριακού λαού, τον οποίο έχω το προνόμιο να εκπροσωπώ. 

Με την Ελλάδα μάς ενώνουν αδελφικοί δεσμοί, δεσμοί αίματος εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ειδικά όμως με την Καλαμάτα και ευρύτερα με τη Μεσσηνία μάς συνδέουν κοινοί αγώνες από αρχαιοτάτων χρόνων, στους οποίους θα αναφερθώ με λεπτομέρεια σε πολύ λίγο. 

Ως πρώτη μου αναφορά, να σημειώσω ότι το 1974 οι δημότες της Καλαμάτας, όπως και ο λαός της Μεσσηνίας, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αδελφούς μας, φώναξαν δυνατά παρόντες, όταν η Κύπρος ζητούσε βοήθεια και συμπαράσταση, για να αντιμετωπίσει την παράνομη επίθεση από τους Τούρκους εισβολείς. Το πάνθεον των ηρώων μας φέρει τα ονόματα Μεσσηνίων στρατιωτικών που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Κύπρου, ενώ αρκετοί είναι οι Μεσσήνιοι αδελφοί μας που παραμένουν πενήντα χρόνια μετά στον κατάλογο των αγνοουμένων της κυπριακής τραγωδίας. 

Την ίδια στιγμή, υπάρχει και μια άλλη σημαντικότατη διάσταση. Εκείνες τις τραγικές για την Κύπρο μέρες, απλοί και ανώνυμοι άνθρωποι από τη Μεσσηνία, όπως και από κάθε γωνιά της Ελλάδας, άνοιξαν τα σπίτια τους, για να υποδεχθούν προσφυγόπουλα από την Κύπρο και να τα φιλοξενήσουν, μέχρι οι οικογένειές τους να μπορέσουν να ορθοποδήσουν μετά από την τουρκική εισβολή, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τα πάντα σε λίγες ώρες. Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε την αγάπη σας και την ανθρωπιά σας, για τα οποία είμαστε παντοτινά ευγνώμονες. 

Αυτή την αγάπη και την αλληλεγγύη ανταπέδωσε μερικά χρόνια αργότερα σύσσωμη η Κύπρος, όταν η Πελοπόννησος, και ειδικά η Καλαμάτα, δέχθηκε το καταστροφικό πλήγμα από τον πολύνεκρο σεισμό του 1986 και τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007. Το κυπριακό κράτος, αλλά πρωτίστως ο λαός μας έσπευσαν με κάθε τρόπο να προσφέρουν από το υστέρημά τους το αντίδωρο της ευγνωμοσύνης. Αυτό το πελώριο κύμα αλληλεγγύης μάς έφερε ακόμη πιο κοντά. 

Αργότερα, με πρωτοβουλία των Κυπρίων Μεσσηνίας και του συλλόγου τους «Ο Πενταδάκτυλος», ο οποίος ιδρύθηκε το 1989, προέκυψε η αδελφοποίηση του Δήμου Καλαμάτας με τον Δήμο Αγλαντζιάς της Λευκωσίας. Χαίρομαι ειλικρινά, γιατί αυτή η σχέση των δύο πόλεων παραμένει ενεργή και λειτουργεί ως ακόμη μια γέφυρα ουσιαστικής επικοινωνίας, συνεργασίας και αλληλεγγύης των ανθρώπων από την Ελλάδα και την Κύπρο. 

Χαίρομαι επίσης, γιατί οι Κύπριοι της Μεσσηνίας, περίπου 50 οικογένειες, έχουν αξιόλογη επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα, ενώ Κύπριοι επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται εδώ με επιτυχία, όπως επίσης φιλοξενούνται εδώ αρκετοί φοιτητές και φοιτήτριες από την Κύπρο. 

Κύριε Πρύτανη, 

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εμένα ότι η τιμή του Επίτιμου Διδάκτορα προέρχεται από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στόχος της ίδρυσης και λειτουργίας του οποίου είναι η δημιουργική συμβολή στην ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ελληνική περιφέρεια, με υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές που να ανταποκρίνονται ως προς το περιεχόμενο των σπουδών, την έρευνα και τη διδασκαλία στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου Πανεπιστημίου με εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή εμβέλεια. Μπορεί το Πανεπιστήμιό σας, κύριε Πρύτανη, να μην μετρά πολλά χρόνια λειτουργίας, όμως έχει δικαιωματικά πετύχει να δημιουργήσει ευδιάκριτο στίγμα στον χάρτη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης της Ελλάδας και της ευρύτερης περιοχής. Μαζί με άλλα αρχαιότερα ιδρύματα της Ελλάδας υπηρετεί με επάρκεια τον μείζονα σκοπό της προαγωγής των Γραμμάτων και των Επιστημών, σε μία χώρα που αποτέλεσε ιστορικά γενέτειρα και αφετηρία της ελεύθερης σκέψης, της έρευνας, της παιδείας, της δημοκρατίας, της εξέλιξης. 

Εξάλλου, κυρίες και κύριοι, μόνο μέσα από την προαγωγή της έρευνας, της εκπαίδευσης και της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης συμβάλλουμε καθοριστικά στην ενίσχυση και απελευθέρωση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού μιας κοινωνίας, και ιδιαίτερα της Νέας Γενιάς, στην οποία όλοι επενδύουμε. Και γνωρίζω καλά ότι το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου επιτελεί ιδιαίτερα αξιόλογο ρόλο σε αυτό το ζωτικό πεδίο. Το γνωρίζω και από συμπατριώτες μου, αφού περίπου 30%-35% φοιτούν στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών αυτό το διάστημα, από το 2007, όταν ξεκίνησε το Τμήμα. 

Κυρίες και κύριοι, 

Ευρισκόμενος στο βήμα αυτό, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ με λίγη περισσότερη λεπτομέρεια στους δεσμούς της Κύπρου με την Πελοπόννησο και ειδικότερα με τη Μεσσηνία και την Καλαμάτα, οι οποίοι είναι μακραίωνοι και ισχυροί. Αρχίζοντας από τη μυθολογική παράδοση, στέκομαι στον βασιλιά της Αρκαδίας Αγαπήνορα, ο οποίος μετά την άλωση της Τροίας εγκαταστάθηκε στην Κύπρο και ίδρυσε την Παλαίπαφο. Στην αρχαιότητα, την πρωτοκαθεδρία στις σχέσεις Κύπρου - Πελοποννήσου κατέχει το Άργος. Η σχέση ανάγεται στη Μυκηναϊκή εποχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας (12ος και 11ος αιώνες π.Χ.). Αλλά και κατά το τέλος της Κλασικής περιόδου, την εποχή της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η σχέση του Άργους με τη Σαλαμίνα της Κύπρου φαίνεται ότι ήταν έντονη, όταν βασιλιάς της κυπριακής πόλης ήταν ο Νικοκρέων, γιος του Πνυταγόρα. 

Στον μεγαλύτερο σταθμό της νεότερης ελληνικής ιστορίας, την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μερικές εκατοντάδες Κύπριοι αγωνιστές έσπευσαν στην Πελοπόννησο και πολέμησαν για την ελευθερία της Ελλάδας και του νησιού τους. Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι πολλοί από αυτούς πέρασαν και από τη Μεσσηνία, είτε ως επαναστάτες είτε λίγα χρόνια αργότερα ως δάσκαλοι, αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Ο πιο γνωστός Κύπριος αγωνιστής που πέρασε από τη Μεσσηνία ήταν ο Χαράλαμπος Μάλης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και δεξί χέρι του Παπαφλέσσα στην προετοιμασία της Επανάστασης που μετέφερε οπλισμό στην Καλαμάτα τον Φεβρουάριο του 1821. 

Από τους Μεσσηνίους που πέρασαν από την Κύπρο στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, η πιο σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Νικόλαος Καταλάνος, που γεννήθηκε το 1855 στο χωριό Νομιτσί της Μεσσηνίας, 60 περίπου χιλιόμετρα νότια της Καλαμάτας. Ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές που διορίστηκαν στο νεοσύστατο τότε Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας το 1893, και παρότι από το 1896 σταμάτησε να διδάσκει φυσικομαθηματικά στο πρώτο Γυμνάσιο της Κύπρου, παρέμεινε στην Κύπρο, όπου εργάστηκε ως εκδότης εφημερίδων και αναδείχθηκε ως ένας από τους πρωταγωνιστές του εθνικού κινήματος και ηγέτης με τεράστια λαϊκή επιρροή. Τον Απρίλιο του 1921 ο Καταλάνος εξορίστηκε αδίκως από την Κύπρο με αφορμή τα επεισόδια κατά τον εορτασμό στη Λευκωσία της εκατοστής επετείου από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ήταν ο πρώτος πολιτικός εξόριστος των Βρετανών. Στην Αθήνα, όπου εξορίστηκε, έζησε σε ένα φτωχικό ημιυπόγειο στην Πλατεία Δεξαμενής και απεβίωσε τον Μάιο του 1933, γράφοντας στο τελευταίο του σημείωμα, λίγες στιγμές προτού πεθάνει, για την Κύπρο. 

Η Λευκωσία, όπου έζησε για 28 χρόνια, τον τίμησε τον Σεπτέμβριο του 1960, λίγες εβδομάδες μετά την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας, με την ανέγερση της προτομής του στην κεντρική πλατεία της πόλης, τη σημερινή Πλατεία Ελευθερίας. Πρόσφατα, ένας νέος Κύπριος ιστορικός, ο Μιχάλης Σταυρή, παλιός μου φοιτητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, ολοκλήρωσε μια εξαιρετική διδακτορική διατριβή για τον Νικόλαο Καταλάνο. Και σήμερα θέλω να σας ανακοινώσω ότι η Κυβέρνησή μου, σε συνεργασία με την Πρεσβεία μας στην Αθήνα, επεξεργάζεται την απόδοση, με έναν σεμνό τρόπο, τιμής στον Καταλάνο για την προσφορά του στην Κύπρο με την ανέγερση μιας τιμητικής πλάκας είτε εδώ στην Καλαμάτα είτε στη γενέτειρά του, στο Νομιτσί. 

Κυρίες και κύριοι, 

Η Κύπρος συνδέθηκε με την Καλαμάτα και σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της νεότερης ιστορίας της πρωτεύουσας της Μεσσηνίας, με τις ημέρες κατάληψής της από τα ναζιστικά στρατεύματα στα τέλη του Απριλίου 1941. Εδώ, στο λιμάνι της Καλαμάτας και στους απέραντους ελαιώνες γύρω από την πόλη, μαζί με χιλιάδες στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και αρκετές εκατοντάδες άνδρες του «Κυπριακού Συντάγματος» του βρετανικού στρατού, από τις 2.000 περίπου που συνελήφθησαν συνολικά στην Ελλάδα. Ήταν το τέλος της διαδρομής του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος προς τα λιμάνια του νότου και της μεγάλης επιχείρησης εκκένωσης. Εδώ σκοτώθηκαν και μερικοί Έλληνες Κύπριοι στρατιώτες, ενώ πολύ περισσότεροι ήταν αυτοί που δεν παραδόθηκαν στους Γερμανούς ή κατάφεραν να δραπετεύσουν και βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενία σε πολλά χωριά της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Μάλιστα, ανάμεσά τους ήταν και Τουρκοκύπριοι στρατιώτες που υιοθέτησαν ελληνικά ονόματα και πέρασαν μεγάλο διάστημα της κατοχής στην Πελοπόννησο. 

Ένας από αυτούς, ο στρατιώτης Μεχμέτ Αλή του Μεχμέτ, με το ψευδώνυμο Μιχάλης Παπακώστας ή «Μαύρος» από τη Χρυσοχού της Επαρχίας Πάφου, κρύφτηκε στη Σαϊδόνα, πολύ κοντά στην Καλαμάτα, και ήταν ο πρώτος αντάρτης της περιοχής. Εκεί έδωσε και μια από τις πρώτες μάχες εναντίον των Ιταλών στην περιοχή τον Μάρτιο του 1942. Τελικά, ο Κύπριος αντάρτης συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στα τέλη Ιουλίου 1942 στην Τρίπολη. 

Η Μεσσηνία, όπως προανέφερα, έχει και μεγάλη συνεισφορά στην εκπροσώπηση παιδιών της Πελοποννήσου στην απέλπιδα προσπάθεια υπεράσπισης της Κύπρου απέναντι στην τουρκική εισβολή του 1974. Έχουν μετρηθεί τουλάχιστον 80 Μεσσήνιοι Ελδυκάριοι, υπηρετούντες στην Εθνική Φρουρά και άνδρες της Α΄ Μοίρας Καταδρομών που πολέμησαν στην Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Από αυτούς τέσσερις σκοτώθηκαν και πέντε παραμένουν αγνοούμενοι μέχρι σήμερα από τις μάχες της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) στα υψώματα δυτικά της Λευκωσίας. Οι συμπολεμιστές τους, με διάφορες εκδηλώσεις στην Καλαμάτα, συντηρούν βαθιά στις καρδιές τους τη μνήμη της Κύπρου, ενώ σε όλη τη Μεσσηνία υπάρχουν διάσπαρτα μνημεία τέκνων της που έπεσαν στην Κύπρο το μαύρο εκείνο καλοκαίρι. Θεωρώ σήμερα ελάχιστο μου χρέος την αναφορά των ονομάτων των Μεσσηνίων πεσόντων και αγνοουμένων: 

  • Α΄ Μοίρα Καταδρομών: Δεκανέας Παναγιώτης Γιαννόπουλος από το Κρυονέρι Τριφυλίας, πεσών. 
  • ΕΛ.ΔΥ.Κ. – Εθνική Φρουρά:

Πεσόντες: Δεκανέας Δημήτριος Γκούρος από το Ρωμύρι Πυλίας, Δεκανέας Θεόδωρος Μασούρας από τη Μέλπεια, Λάμπρος Νικητόπουλος από το Τσουράκι Καρύταινας. 

Αγνοούμενοι: Δεκανέας Ευάγγελος Ζαχαρέας από την Καλαμάτα, Δεκανέας Παναγιώτης Ηλιόπουλος από την Τριφυλία, Δεκανέας Ιωάννης Ξυδιάς από την Πλατανόβρυση Πυλίας, Δεκανέας Δημήτριος Σκουρλής από την Άνω Μέλπεια και Δεκανέας Ανδρέας Σταθόπουλος από το Ζευγολατιό. 

Συνολικά, οι επιζήσαντες Μεσσήνιοι που πολέμησαν στην Κύπρο το 1974 ανέρχονται σε 66. 

Κυρίες και κύριοι, 

Θα ήθελα να κλείσω αυτή την επώδυνη ενότητα της ομιλίας μου με μια κατ’ εξαίρεση αναφορά σε έναν Πελοποννήσιο, αλλά όχι Μεσσήνιο, γενναίο άνδρα, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με μια από τις πιο καθηλωτικές σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας του αγώνα εναντίον της τουρκικής εισβολής του 1974. Αναφέρομαι στον καταγόμενο από την Πάτρα λοχαγό Νικόλαο Κατούντα, διοικητή λόχου της 31ης Μοίρας Καταδρομών, του οποίου τα ίχνη χάθηκαν στις 22 Ιουλίου του 1974, αφού έδωσε με επική γενναιότητα άνιση μάχη κατά των υπεράριθμων και υπέρτερων σε μέσα Τούρκων εισβολέων στην περιοχή της κατεχόμενης σήμερα Κερύνειας. Η καταγόμενη από την Καλαμάτα σύζυγός του Σταυρούλα διεξήγαγε έναν πολύχρονο και επίμοχθο αγώνα για τη διακρίβωση της τύχης, όχι μόνο του αγνοούμενου μέχρι σήμερα συζύγου της, αλλά και των υπολοίπων αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής. Απευθυνόμενος στην ίδια και την κόρη τους Σύλβια, καθώς τιμούν με την παρουσία τους την εκδήλωση αυτή, θέλω να τους εκφράσω την απέραντη ευγνωμοσύνη των Ελλήνων της Κύπρου για αυτά που ο Νικόλαος Κατούντας προσέφερε στη Μεγαλόνησο, δείγματα της οποίας είναι εκδηλώσεις, αλλά και πράξεις Αρχών και σωματείων της Κύπρου. Και βέβαια, η απόδοση τιμής στον Νικόλαο Κατούντα από τον Δήμο της Καλαμάτας με την ανέγερση προτομής στην κεντρική πλατεία της πόλης και την ονοματοδοσία δρόμου παράπλευρα του κτηρίου του Πανεπιστημίου αποτελεί ακόμη έναν ισχυρό δεσμό στις σχέσεις Μεσσηνίας και Κύπρου. 

Κυρίες και κύριοι, 

Η πεντηκοστή επέτειος από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που συμπληρώνεται φέτος, προσφέρεται με τον έντονο χρονικό συμβολισμό της για συλλογικό προβληματισμό, αποκόμιση διδαγμάτων και επαναβεβαίωση αρχών και θέσεων σε σχέση με τη διαχείριση της συνεχιζόμενης από το 1974 κατοχής μεγάλου τμήματος της επικράτειας του ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004. 

Το εγκληματικά προδοτικό Πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου, που ανέτρεψε τον νόμιμο Πρόεδρο Μακάριο, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από την Τουρκία, για να εισβάλει λίγες ημέρες αργότερα στην Κύπρο και να υλοποιήσει έναν διαχρονικό στόχο, διαπράττοντας ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης. Τα 50 χρόνια της συνεχιζόμενης κατοχής, από τα 64 συνολικά χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας, μπορεί να φαίνονται μικρό διάστημα στον μακρύ ιστορικό χρόνο ή στην ευρύτερη οπτική του Ανατολικού Ζητήματος των τελευταίων αιώνων. Ωστόσο, για όλους εμάς, για την Κύπρο και για τους κατοίκους της, τα τραγικά γεγονότα του Πραξικοπήματος, της εισβολής και της κατοχής μέχρι σήμερα μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας αφήνουν βαρύτατη σφραγίδα στην καθημερινότητά μας, στο μέλλον του τόπου μας και των παιδιών μας. 

Πενήντα τα χρόνια φέτος. Πολλά, πάρα πολλά. Μια ολόκληρη γενιά, η δική μου γενιά, αυτή των παιδιών του πολέμου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην προσφυγιά, στην κατοχή, στην ωμή και σκληρή πραγματικότητα μιας Κύπρου διαιρεμένης διά της ισχύος των όπλων. Τα παιδιά του πολέμου, που χώθηκαν στην αγκαλιά της μάνας τους τις τραγικές εκείνες ημέρες του 1974, που έπαιζαν και μάθαιναν γράμματα στα αντίσκηνα, απέκτησαν πλέον τα δικά τους παιδιά, με την πατρίδα όμως de facto διχοτομημένη και νιώθοντας ακόμα αδικαίωτα και προδομένα. Την ίδια ώρα, μια άλλη γενιά, αυτή των δικών μας παππούδων, έφυγε χωρίς να ταφεί στα πατρογονικά χώματα, με ανεκπλήρωτη την επιθυμία και τον πόθο της επιστροφής. 

Κυρίες και κύριοι, 

Η Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη το 1974 ένα διπλό όλεθρο που την τραυμάτισε, τη διαίρεσε, τη λύγισε και, παρά τις έκνομες προσπάθειες για αφανισμό της, δεν την κατέστρεψε. Ναι, μετράμε σήμερα 50 συναπτά τραγικά καλοκαίρια και πολλαπλές ανοικτές πληγές. Ενάντια όμως στις επιθυμίες κάποιων, μετρούμε την ίδια στιγμή και 50 χρόνια, στα οποία ο κυπριακός ελληνισμός δεν συμβιβάστηκε, δεν παραιτήθηκε, δεν ξέχασε. Παρά τις δυσκολίες, τον πόνο, τα προβλήματα, δεν υποκύψαμε και μισό αιώνα μετά δεν συνηθίσαμε. Πορευθήκαμε και αγωνιστήκαμε χωρίς να συμβιβαστούμε με την κατοχή. Εξάλλου, με το άδικο και το απαράδεκτο ο νουνεχής και ηθικά συγκροτημένος άνθρωπος δεν μπορεί να συμβιβαστεί. Αντίθετα, ο κυπριακός ελληνισμός εργάστηκε σκληρά, πίστεψε σε αρχές και αξίες οικουμενικές, ανέδειξε και ενίσχυσε περαιτέρω την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταβάλλοντας συνεχώς προσπάθειες για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της χώρας και του λαού της. 

Χωρίς ποτέ να ξεχνά, ο κυπριακός λαός στάθηκε όρθιος, ανασύνταξε δυνάμεις, στέγασε προσωρινά τους εκτοπισμένους του, μεγάλωσε τα παιδιά του. Ο κυπριακός ελληνισμός, προς απογοήτευση διαφόρων, δεν ξέχασε: καρτερεί, ελπίζει και αγωνίζεται. 

Στέκομαι, λοιπόν, σήμερα μπροστά σας, σε μια ιστορική πόλη του Ελληνισμού, που φιλοξενεί ένα από τα πλέον φερέλπιδα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ελλάδος, μισό αιώνα μετά από την πιο τραγική και ολέθρια στιγμή της νεότερης κυπριακής ιστορίας, ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που γεννήθηκε λίγους μόλις μήνες πριν από εκείνον τον μαύρο Ιούλιο και μεγάλωσε μαζί με τα άλλα παιδιά του πολέμου, της προσφυγιάς, του «Δεν Ξεχνώ», της αδιάκοπης αναζήτησης της ελπίδας, μετά από πολλές και συνεχιζόμενες απογοητεύσεις. 

Στέκομαι μπροστά σας, δηλώνοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπάρχει, κυρίες και κύριοι, για εμάς άλλη επιλογή από τον τερματισμό της κατοχής και την επανένωση της πατρίδας μας. Οφείλουμε να απαλλαγούμε από την κατοχή και τη διαίρεση, που διαβρώνουν τις δυνάμεις και τις δυνατότητες της Κύπρου για περαιτέρω πρόοδο και ευημερία, και ακυρώνουν το όραμα της ενιαίας, κοινής ευημερούσας πατρίδας. Ο μόνος δρόμος είναι η εντατικοποίηση των προσπαθειών, η σωστή ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων, η κατανόηση των γεωστρατηγικών ισορροπιών, η θωράκιση της διεθνούς υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της ενίσχυσης όλων των παραγόντων ισχύος του κράτους και η ανάδειξη του ρόλου μας, με πράξεις και όχι λόγια, ως πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας στην ιδιαιτέρως σημαντική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. 

Μέσα από αυτή τη συλλογιστική, από την πρώτη μέρα που ανέλαβα τα καθήκοντα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ξεκίνησα μια διεθνή εκστρατεία, για να επαναφέρουμε το Κυπριακό σε τροχιά διαπραγματεύσεων με στόχο την αναζήτηση λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, του διαπραγματευτικού κεκτημένου και των αρχών και αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζητούμενο ήταν –και παραμένει– η απελευθέρωση και η επανένωση της χώρας και του λαού της μέσα σε συνθήκες δημοκρατίας, ασφάλειας, ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών για όλους τους νόμιμους κατοίκους της, πραγματικής ειρήνης, προόδου και ευημερίας. Με ικανοποίηση βλέπω ότι η μεγάλη αυτή προσπάθεια αποδίδει σταδιακά καρπούς και παραμένω συγκρατημένα αισιόδοξος για τη συνέχεια. Δεν υποβαθμίζω ούτε τα προβλήματα, ούτε τις δυσκολίες, ούτε τις προκλήσεις. Είμαι απόλυτα ρεαλιστής. 

Την ίδια στιγμή, γνωρίζω πολύ καλά ότι η παρούσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο δεν μπορεί να αποτελεί το μέλλον της πατρίδας μας. Στηρίζουμε με ειλικρινή και ουσιαστικό τρόπο τις πρωτοβουλίες της Διεθνούς Κοινότητας. Στηρίζουμε εποικοδομητικά την πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και επενδύουμε στη νέα αυτή προσπάθεια, έχοντας την έντονη πεποίθηση ότι εάν υπάρξει θετική ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν οι συνθήκες, για να τεθεί με αξιώσεις το Κυπριακό στις ράγες της διαπραγματευτικής διαδικασίας και να οδηγηθούμε σε μια αμοιβαία επωφελή κατάσταση πραγμάτων. 

Θέλω να επαναλάβω ότι έχω πλήρη επίγνωση των δυσκολιών, των εμποδίων, των προκλήσεων. Έχουμε πλήρη αντίληψη του συσχετισμού δυνάμεων και, βεβαίως, είμαστε αρκούντως ρεαλιστές, για να μην αιθεροβατούμε. Ωστόσο, ακριβώς επειδή είμαστε πραγματιστές, ακολουθούμε με συνέπεια μια στρατηγική που βασίζεται στη Θουκυδίδεια κατανόηση των διεθνών σχέσεων και τη σημασία που αποκτούν οι παράγοντες ισχύος και οι συνέργειες με άλλες δυνάμεις, ειδικότερα ισχυρούς δρώντες του διεθνούς συστήματος για την επίτευξη αυτού του εθνικού στόχου. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, αξιοποιούμε την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυροποιούμε το πλέγμα των συνεργειών που διατηρούμε με τρίτες χώρες, ενισχύουμε το πολιτικό και διπλωματικό μας αποτύπωμα με πράξεις και όχι απλά λόγια, και διευρύνουμε τους παράγοντες ισχύος της χώρας μας. 

Μακαριότατε, Σεβασμιότατε, κύριε Δήμαρχε, κύριε Υπουργέ, κύριε Περιφερειάρχη, κύριε Πρύτανη, 

Η παρουσία σας στην εκδήλωση αυτή, δηλώνοντας ευαισθησίες και προτεραιότητες, εμπεριέχει συμβολισμούς και στέλνει μηνύματα που προσλαμβάνω ως εγκαρδιωτικά. Ειλικρινά σας ευχαριστώ θερμά. 

Από το βήμα αυτό, στο οποίο έχω την τιμή να βρίσκομαι απόψε, θέλω να αποτίνω φόρο τιμής στους Ελλαδίτες αδελφούς με καταγωγή από τη Μεσσηνία, που έπεσαν μαχόμενοι με ανδρεία και αυταπάρνηση το 1974 εναντίον των Τούρκων εισβολέων, προασπιζόμενοι την ελευθερία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη της κυπριακής πολιτείας και σύμπαντος του κυπριακού ελληνισμού προς όλους τους Ελλαδίτες, οι οποίοι αγωνίστηκαν για την απόκρουση της ιταμής τουρκικής εισβολής. 

Οφειλόμενη η ειδική αναφορά στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου, της οποίας η μάχη στο στρατόπεδό της στα μέσα Αυγούστου του 1974 όχι μόνο έσωσε τη Λευκωσία, αλλά, χωρίς υπερβολή, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ηρωικές μάχες που έδωσε ο ελληνικός στρατός στην ιστορία του. Όπως έχω προαναφέρει, ανάμεσα στους Ελλαδίτες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και τους στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. που πολέμησαν με αυτοθυσία και σκοτώθηκαν προασπίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974 περιλαμβάνονται και δεκάδες από την Πελοπόννησο, αρκετοί από τους οποίους με καταγωγή από τη Μεσσηνία. Τους θυμόμαστε όλους, πεσόντες, αγνοούμενους μέχρι σήμερα και βετεράνους πολεμιστές του 1974, και τους τιμάμε με ευγνωμοσύνη. Είναι η ελάχιστη και στοιχειώδης υποχρέωσή μας. 

Θέλω επίσης να εκφράσω τη γνήσια ευγνωμοσύνη και την απεριόριστη εκτίμηση των Ελλήνων Κυπρίων για την έμπρακτη και σταθερή στήριξη και συμπαράσταση που η Ελληνική Δημοκρατία και ο αδελφός ελληνικός λαός προσφέρουν στα 50 αυτά χρόνια στον αγώνα μας για επιβίωση και δικαίωση. Αποτελείτε τον πιο σημαντικό μας σύμμαχο, τον πιο σθεναρό υποστηρικτή των προσπαθειών μας, τον πιο ανιδιοτελή συμπαραστάτη μας. Αντλούμε δύναμη από τη βοήθειά σας και στηριζόμαστε στη δική σας ουσιαστική συμβολή για την ευόδωση του αγώνα που διεξάγουμε. 

Κυρίες και κύριοι, 

Σας ευχαριστώ όλες και όλους για την παρουσία σας απόψε, που ενισχύει πραγματικά τα μηνύματα καρτερίας, επανένωσης και ελπίδας, τα οποία στέλνει η εκλεκτή αυτή εκδήλωση, στο πλαίσιο της τιμητικής για μένα απόφασή σας. Η παρουσία και η υποδοχή σας ενισχύουν, όμως, και ένα αίσθημα που κουβαλώ από τα εφηβικά μου χρόνια: Η Κύπρος δεν κείται μακράν όσο είναι στις καρδιές των Ελλαδιτών αδελφών μας. 

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. 

(ΑΤ/ΓΣ)