Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

12-03-2025 16:57

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε σε ερωτήσεις εκπροσώπων των ΜΜΕ

Διορισμός Ερευνητικής Επιτροπής και Ποινική Έρευνα Θανάση Νικολάου

Μετά το τέλος της τελετής διορισμού της Ερευνητικής Επιτροπής για διερεύνηση της διάθεσης, στην κυπριακή αγορά, οχημάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), της εισαγωγής οχημάτων από τρίτες χώρες, καθώς και την ανάκληση των οχημάτων αυτών, η οποία έγινε σήμερα στην αίθουσα συσκέψεων της Νομικής Υπηρεσίας, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Λ. Σαββίδης και ο Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής κ. Μιχαλάκης Χριστοδούλου απάντησαν ερωτήσεις των εκπροσώπων των ΜΜΕ.

Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν θα αποδοθούν ποινικές ευθύνες ή/και θα ασκηθούν ποινικές διώξεις, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είπε:

«Η Ερευνητική Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να καταλογίσει ποινικές ευθύνες. Έχει δικαίωμα να υποδείξει στοιχεία, τα οποία ενδεχομένως να οδηγούν σε ανάγκη ποινικής διερεύνησης. Άρα, δεν είναι ποινική ανάκριση που γίνεται, είναι έρευνα από ερευνητική επιτροπή. Είναι διαφορετική διαδικασία, η οποία βεβαίως και θα καταδείξει αν κατά τη γνώμη της υπάρχουν θέματα, για τα οποία ενδείκνυται περαιτέρω ποινική διερεύνηση για ποινικά αδικήματα, αν υπάρχουν πειθαρχικά, αν υπάρχει οτιδήποτε άλλο, όπως έχω πει, ενδεχομένως και αναγκαιότητα τροποποίησης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας μας, και θα κάνει τις εισηγήσεις της προς τον Γενικό Εισαγγελέα.»

Απαντώντας στην ίδια ερώτηση ο κ. Χριστοδούλου, συμφωνώντας με τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πρόσθεσε: «Γενικά με έχει καλύψει ο Γενικός Εισαγγελέας. Πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι σύμφωνα με τον νόμο οι ερευνητικές επιτροπές ούτε δικαστήρια είναι, ούτε πειθαρχικές επιτροπές είναι. Απλώς διερευνούν το αντικείμενο που καθορίζεται από τους όρους εντολής, υποβάλλουν σχετική έκθεση στον Γενικό Εισαγγελέα, στο διορίζον όργανο, όπου σε αυτή την περίπτωση είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, και από κει και πέρα πώς θα χειριστεί ή πώς θα διαχειριστεί την έκθεση είναι θέμα του Γενικού Εισαγγελέα.»

Ερωτηθείς για τα διαδικαστικά των συνεδριάσεων της Ερευνητικής Επιτροπής και αν κατά τη διάρκεια τους θα καλούνται μάρτυρες για κατάθεση, ο Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής απάντησε: «Οι συνεδριάσεις θα είναι ανοιχτές. Θα μπορεί ο οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να τις παρακολουθήσει. Θα δούμε τις ανάγκες που θα προκύψουν μέσα από τις συνεδριάσεις που θα έχουμε σε πρώτο στάδιο με τα άλλα δύο μέλη της Επιτροπής, θα βγαίνουν σχετικές ανακοινώσεις στον Τύπο.

Ήδη έχω ζητήσει να δημιουργηθεί διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) για την Επιτροπή και εσείς ως ΜΜΕ μπορείτε να δώσετε τα δικά σας email, για να ενημερώνεστε άμεσα, και νομίζω ότι κάποια πρακτικά προβλήματα που ενδεχομένως να παρουσιαστούν θα τα λύσουμε στην πορεία. Δεν θα υπάρχει κανένα κώλυμα από οποιονδήποτε δημοσιογράφο, ή γενικά από εκπροσώπους των ΜΜΕ να παρακολουθήσουν τη διαδικασία που θα ακολουθήσουμε.

Βεβαίως, θα κληθούν μάρτυρες εκεί και όπου πρέπει. Θα δούμε, γιατί δεν προβλέπεται από το νόμο συγκεκριμένη διαδικασία και διότι, όπως είχα πει και προηγουμένως, οι ερευνητικές επιτροπές ούτε δικαστήρια είναι, ούτε πειθαρχικές επιτροπές. Θα καθορίσουμε εμείς τη διαδικασία, την οποία θα θεωρήσουμε ότι είναι η κατάλληλη, για να διεκπεραιώσουμε και να εκπληρώσουμε τους όρους εντολής.»

Κληθείς να απαντήσει για το αν πιστεύει ότι οι τρεις μήνες, ο οποίος είναι ο χρόνος που αναμένεται να ολοκληρώσει η Ερευνητική Επιτροπή το έργο της, είναι αρκετοί, ο κ. Χριστοδούλου είπε: «Αυτό που μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, για να ολοκληρώσουμε το έργο μας στους τρεις μήνες. Όμως, έχοντας δει τους όρους εντολής και την ευρύτητα που δίδεται στον ρόλο μας, δεν μπορώ να δεσμευτώ. Θα ήταν μη σοβαρό να πω ότι στους τρεις μήνες θα το παραδώσουμε. Θα προσπαθήσουμε και αυτός θα είναι στόχος μας.»

Απαντώντας στην ίδια ερώτηση, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είπε: «Για να θέσουμε το νομοθετικό πλαίσιο, βάσει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, μπορεί να δοθούν μέχρι δύο ακόμα παρατάσεις, τρίμηνες. Το μάξιμουμ που προβλέπεται είναι εννέα μήνες για τη συμπλήρωση των εργασιών των ερευνητικών επιτροπών.

Η αλήθεια είναι ότι, αναλογιζόμενοι το μεγάλο ενδιαφέρον που έχει αυτό το θέμα, καθώς και το τεράστιο εύρος θεμάτων που καλύπτονται, προτιμήσαμε να δώσουμε την απόλυτη ευρύτητα, παρόλο που γνωρίζαμε και γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως να έχει επιπτώσεις πάνω στον χρόνο που θα απαιτηθεί.

Ούτως η άλλως, η διαβεβαίωση που έχει επαναλάβει και ενώπιον σας, και την είπε και μπροστά μου χθες ο κ. Πρόεδρος, και τον ευχαριστώ, και ευχαριστώ και τα υπόλοιπα μέλη εννοείται, είναι ότι θα προσπαθήσουν να συμπληρώσουν το έργο, αν είναι δυνατόν, στους τρεις μήνες. Αν δεν είναι δυνατό, θα μου ζητήσουν παράταση και θα το αξιολογήσουμε μαζί.»

Σε ερώτηση αναφορικά με το αν θα αμείβονται τα μέλη της Ερευνητικής Επιτροπής και αν υπάρχει σχετική πρόνοια με το πώς θα αμείβονται, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είπε: «Υπάρχει πρόνοια για το πώς αμείβονται οι επίτροποι σε επιτροπές και σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή θα υπάρξει η ανάλογη αμοιβή.»

Κληθείς να απαντήσει εάν το πόρισμα των δύο ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, οι οποίοι διορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο για τον θάνατο του Θανάση Νικολάου θα του παραδοθεί, για να δώσει τυχόν οδηγίες για πειθαρχικές διώξεις, ο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας είπε: «Θεωρώ, δεδομένου ότι οι ποινικοί ανακριτές έχουν διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, ορθώς και καθηκόντως έπρεπε να υποβάλουν το πόρισμα στο διορίζον όργανο, το οποίο έχει και την ευθύνη, αν θέλετε, και θα πρέπει να αποφασίσει τον τρόπο, με τον οποίον πρέπει να τύχει χειρισμού το πόρισμα αυτό. Θεωρώ ότι με τις συνταγματικές και τις νομικές πρόνοιες που έχει η Κυπριακή Δημοκρατία, καθηκόντως κάποια στιγμή το πόρισμα θα πρέπει να φτάσει στον Γενικό Εισαγγελέα, που είναι η μόνη Aρχή, η οποία μπορεί να αποφασίσει για το κατά πόσον πρέπει να γίνουν οποιεσδήποτε περαιτέρω ενέργειες, οποιεσδήποτε διώξεις ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά, είναι θέμα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο, αντιλαμβάνομαι, θα αποφασίσει κατά τη σημερινή του συνεδρία.»

Ερωτηθείς αν υπήρξε οποιαδήποτε ενημέρωση του επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας από Υπουργούς αναφορικά με το αν θα του παραδοθεί το πόρισμα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε: «Πρέπει να καταλάβετε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει συνεχώς επικοινωνία και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Άλλωστε, βάσει του Συντάγματος, είναι ο νομικός τους σύμβουλος. Και εγώ και ο κ. Αγγελίδης μιλούμε πολύ συχνά μαζί τους.

Αν η ερώτηση σας είναι αν αναμένω ότι το πόρισμα θα σταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα, ναι, αναμένω ότι το πόρισμα θα σταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα γιατί θεωρώ ότι έτσι πρέπει να γίνει. Δεν υπάρχει άλλο μέρος, στο οποίο μπορεί να πάει. Αλλά αυτό είναι θέμα απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Σας λέω τη δική μου άποψη.»

Σε ερώτηση για το αν θα διοριστεί επιτροπή, για να εξετάσει το πόρισμα των δύο ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών για τον θάνατο του Θανάση Νικολάου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είπε: «Είναι μια τραγική ιστορία, η οποία κράτησε και ταλανίζει τη χώρα για είκοσι σχεδόν χρόνια. Μια οικογένεια, η οποία υπέστη ό, τι χειρότερο μπορεί να υποστεί –το να χάσει το παιδί της– και μια προσπάθεια να διακριβωθούν τα αίτια του θανάτου.

Είναι γεγονός, και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ευρέθη ότι δεν διερεύνησε σωστά τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες απεβίωσε ο άτυχος εθνοφρουρός. Θεωρώ ότι διαχρονικά έγιναν πολλές προσπάθειες, για να διακριβωθούν τα αίτια θανάτου. Και βεβαίως, το πιο σημαντικό δεν είναι τα αίτια, είναι το ποιοι ευθύνονται για το θάνατο.

Δεν μπορώ να κρίνω ή να σχολιάσω το τι έγινε επί προηγούμενων ηγεσιών της Νομικής Υπηρεσίας. Εκείνο που μπορώ να πω για την περίοδο που ο φίλος Σάββας και εγώ αναλάβαμε το πηδάλιο της Νομικής Υπηρεσίας είναι ότι προσπαθήσαμε να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε, για να βοηθήσουμε τουλάχιστον στο να ικανοποιηθούν τα αιτήματα που αφορούσαν στη διερεύνηση των αιτίων θανάτου.

Και αν σήμερα, μιλούμε μετά από τόσα χρόνια, [επαναλαμβάνω] δεν ξέρω τι λέει το σημερινό πόρισμα, δεν το έχω δει, βλέπω δημοσιογραφικές πληροφορίες, αλλά σίγουρα το πόρισμα των προηγούμενων, των Μάτσα και Αλεξόπουλου, που μιλάει για πρώτη φορά για δολοφονία, το ότι αυτό βγήκε στην επιφάνεια θεωρώ είναι αποτέλεσμα ακριβώς των ενεργειών αυτής της ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας.

Γιατί αυτή η ηγεσία της Νομικής Υπηρεσίας, για πρώτη φορά, λίγους μήνες μετά που αναλάβαμε, δώσαμε σε τρεις μέρες έγκριση για την εκταφή του Θανάση, ενώ προηγουμένως είχαν απορριφθεί σειρά αιτημάτων από προκατόχους μας για την εκταφή του, η οποία οδήγησε στη μελέτη του υοειδούς οστού, θυμίζω, που οδήγησε τους ειδικούς εκεί που τους οδήγησε.

Στη συνέχεια, πέραν του ότι δεχτήκαμε να γίνει η εκταφή, διορίσαμε ως ποινικούς ανακριτές εκείνους τους ποινικούς ανακριτές που ζήτησε η οικογένεια. Δώσαμε όλες τις παρατάσεις που ζήτησαν οι ποινικοί ανακριτές, ο Μάτσας και Αλεξόπουλος –ήταν και ο κ. Αιμιλιανίδης, ο οποίος κάποια στιγμή αποσύρθηκε–. Και τα οποιαδήποτε πορίσματα των Μάτσα-Αλεξόπουλου, και το ό,τι επακολούθησε μετά, είναι ακριβώς λόγω των δικών μας ενεργειών. Τώρα, αν από δω και πέρα μπορεί να γίνει οτιδήποτε άλλο, δεν θα ήταν φρόνιμο να πω εγώ οτιδήποτε, μη έχοντας μελετήσει το συγκεκριμένο πόρισμα.

Αλλά θεωρώ ότι έγινε ακόμα μια ποινική διερεύνηση, από άτομα, τα οποία διόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία ελπίζω να έχει καταλήξει σε κάτι πιο θετικό. Δεν μπορώ να σας πω περισσότερα, γιατί δεν ξέρω.»

Κληθείς να απαντήσει για το εάν και εφόσον φτάσει το πόρισμα στη Νομική Υπηρεσία θα αναζητηθούν στη συνέχεια ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή αν απλώς το πόρισμα καταλήγει σε συμπεράσματα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε: «Είναι θεωρητική η ερώτησή σας, γιατί ρωτάτε τι θα κάνουμε σε σχέση με ένα πόρισμα, τα ευρήματα του οποίου δεν έχουμε δει, [σας ενημερώνω ότι] σε κάποια ευρήματα που βρέθηκαν στο παρελθόν τοποθετήθηκε η Νομική Υπηρεσία για το πώς θα τα χειριζόταν. Σε αυτή την περίπτωση δεν γνωρίζω ποια είναι τα ευρήματα της παρούσας έρευνας. Σίγουρα θα μελετηθεί με όλη τη σοβαρότητα που αρμόζει σε όλες τις υποθέσεις, αλλά και σε αυτήν, και οι όποιες αποφάσεις μας θα ανακοινωθούν.»

(ΝΖ/AΣ/ΕΑθ)