Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

16-11-2021 19:26

Χαιρετισμός της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων κας Αννίτας Δημητρίου στα αποκαλυπτήρια προτομής του ποιητή Παύλου Λιασίδη

Δεν θα μπορούσα να αρχίσω με κάτι άλλο… Από το να παραθέσω ένα κομμάτι ψυχής απ’ τον ποιητή:

«Λύση, χωρκόν μου όμορφον που ‘δα το φως του νήλιου,

έτσ ‘ εν να μείνω πάντα μου σκλάβος, λαλείς, τ’ αντήλιου;

Να μεν δω πιον τα κάλλη σου; σιίλιες ιδέες βάλλω

τζιαι ’που τον νουν μου τίποτες, ούτ’ ώραν εν σε βκάλλω…».

Με αυτό το παράπονο, τον πόνο της προσφυγιάς και τον ανεκπλήρωτο πόθο της επιστροφής στην αγαπημένη του Λύση, έζησε και δημιούργησε μέχρι και τον θάνατο του το 1985 ο Παύλος Λιασίδης, ο κορυφαίος, κατά κοινή ομολογία, Kύπριος ποιητής του 20ου αιώνα. Ο ποιητής που τραγούδησε όσο κανένας άλλος τους καημούς τις χαρές και τις λύπες, των απλών ανθρώπων του τόπου μας.      

Είναι γι’ αυτό φίλες και φίλοι, που αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή και συγκίνηση που βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας - στο προαύλιο του Πολιτιστικού Κέντρου «Παύλος Λιασίδης», πλησίον του προσφυγικού σπιτιού του μεγάλου μας ποιητή, αποδεχόμενη την πρόσκληση του Δήμου Λύσης, για να τελέσουμε τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Γιώργο Μαυρογένη, με δωρεά του Κοινωφελούς, Επιστημονικού και Πολιτιστικού Ιδρύματος «Φώτος Φωτιάδης».

Ο κορυφαίος αυτός της κυπριακής ποίησης, που φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννησή του, δημιούργησε στη βάση ενός αμύθητου πλούτου βιωμάτων και εμπειριών που αποκόμισε σε συνθήκες κοινωνικής απαξίωσης, δυσβάσταχτης φτώχιας και στέρησης, τις οποίες βίωσε στη δύσκολη περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο στην πέμπτη δημοτικού και να γίνει βοσκός. Οι δυσκολίες όμως της ζωής όχι μόνο δεν τον κατέβαλαν, αλλά καλλιέργησαν την κοινωνική του ευαισθησία και ενίσχυσαν την αποστροφή του στο άδικο.

Παρά τη φτωχική του μόρφωση, κατάφερε μέσα από το χάρισμα της ποιητικής του διορατικότητας να συλλάβει τα μεγάλα μηνύματα της ζωής και να εκφράσει γλαφυρά με τον προσωπικό του ιδιαίτερο τρόπο τις ομορφιές της, αλλά και τις αδικίες της. Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια διαχρονικότητα που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αγγίζει τις ψυχές όσων έρχονται σε επαφή με τα γραφόμενά του.  Η κριτική  του στάση  απέναντι στα κοινωνικά δρώμενα της εποχής, σε συνδυασμό με την πολιτική της ωριμότητά,  τον αναδεικνύει σε ένα πάντα επίκαιρο και αιχμηρό κριτικό πνεύμα της κοινωνικής ζωής του τόπου.

Το πλούσιο ποιητικό έργο του Παύλου Λιασίδη έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1920, όταν στην ηλικία των 7 χρονών, δειλά και ταπεινά  κάνει τις πρώτες του απόπειρες στον έμμετρο λόγο ως ποιητάρης. Η ανυποχώρητη όμως προσήλωσή του στις ηθικές αξίες της αυστηρής κυπριακής παράδοσης έθεσε τέρμα στη δραστηριότητα αυτή. Αργότερα άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες μέχρι το 1928, έτος κατά το οποίο εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια του νησιού μου», στην οποία κυριαρχεί η έγνοια του για τα προβλήματα της φτώχιας, της εξαθλίωσης και της ανέχειας των εργατών και των αγροτών, ενώ παράλληλα καυτηριάζει τη συμπεριφορά των ντόπιων εκμεταλλευτών που συνεργάζονται με τους Άγγλους αποικιοκράτες:

«[…] Παναΐα μο’ ’ννά σπάσω, εν μπορ’ α τους υποφέρω,

εν σσιυλλίσιμ’ η ζωή τους τους φτωχούς, να μεν χαρώ […]».

Στις δύο επόμενες συλλογές του, «Τα φκιόρα της καρκιάς μου» και «Η παραλλαή του τζιαιρού», γλυκαίνει και στην πλειοψηφία των ποιημάτων του τραγουδά την αγάπη, για να επιστρέψει με την τέταρτη κατά σειρά συλλογή, «Χάραμαν φου», και όλες όσες ακολούθησαν μέχρι την προσφυγιά, στο όραμά του για την απελευθέρωση από τα δεσμά της αγγλικής σκλαβιάς και της ταξικής καταπίεσης, που τρέφεται από τις επαναστατικές αλλαγές που συγκλονίζουν την ανθρωπότητα.

Η τουρκική εισβολή του 1974, ο βίαιος ξεριζωμός και ο πόνος των προσφύγων για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες στιγματίζουν το έργο του Παύλου Λιασίδη μέχρι και τον θάνατό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ποίημα «Βαρώσιν». Μέσα από τους στίχους του ο ποιητής θρηνεί  για τη «νεκρή» περιοχή της Αμμοχώστου, αποδίδοντας από τη σκοπιά των απλών καθημερινών ανθρώπων, τις συνέπειες της εγκατάλειψης και της διχοτόμησης.

«Κρίμας τα τόσα κάλλη σου τζι εμαυρογερημιάσαν/
νεκατσιασμένοι Μάρτηες πιον πάνω σου ελουρκάσαν.
Πού έν’ τα πορτοκκάλλια σου, γοιον λίρες που κρεμμούνταν/
τζι εκοτσινολοούσασιν οι κόφινοι πο’ ’ρκούνταν;»

Η αιχμαλωσία του γιού του Ηλία, και η μεταφορά από τους Τούρκους στα Άδανα το καλοκαίρι του ’74, συγκλονίζει τον Παύλο Λιασίδη που κάνει τον πόνο και την αγωνία στίχους.      

«Ούλλοι μας καρτερούμεν σε που τα’ Άδανα για νάρτης,

οι Τούρτζ’οι που σε πήρασιν αιχμάλωτον τζ΄εικάτω

Εις τες καρκιές που μαύρισες ν’ αθθίση πάλε ο Μάρτης

τζί εις το δροσάτον κλήμαν σου να ππέφτουμεν πουκάτω!»

Το ίδιο κάνει  και τρεις μήνες μετά, όταν μετά από 97 μέρες αντίκρυσε ξανά τον γιο του.

«Γυόκκα μου, καλωσόρισες που την αιχμαλωσία

πόλειπες, εν τζαι βρίσκαμεν μ’ εμείς καμμίαν ουσίαν.

Δέχτου φιλίν της μάνας τζ’ι απότζέι της καλής σου

τζ’ι εν η αυκή που πλάστηκες ο νήλιος της ζωής σου!…»

Η μουσικότητα των στίχων του αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στη συνεργασία του με το Συγκρότημα Καλλιτεχνών Λύσης (ΣΥΚΑΛΥ) στον δίσκο «Όμορφη Πόλη», το 1970, όπου στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Κωστή Κωστέα και ο ίδιος ο ποιητής απαγγέλλει ποιήματά του, χρωματίζοντάς τα με το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος, όπως και στα θεατρικά του έργα για τα οποία ο Κωστής Κωστέας έγραψε τη μουσική.

 Πέρα από το πηγαίο ποιητικό του ταλέντο, όπως αποτυπώνεται στις ποιητικές του συλλογές, ο Παύλος Λιασίδης μάς χάρισε και οκτώ θεατρικά έργα. «Η αγάπη νικητής», «Το θάμμαν», «Ο Αλαβροστοισειώτης» και «Ο μονογιός», που αποτελούν την κορωνίδα της θεατρικής του δημιουργίας, είμαι βέβαιη ότι ξυπνούν σε πολλούς από εμάς μνήμες από κάποια θεατρική παράσταση ή έστω τη μεταφορά τους στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

Πραγματική ποίηση είναι αυτή που παραμένει επίκαιρη, είναι αυτή που σε αγγίζει, σε ταξιδεύει ή σε προβληματίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και οι στίχοι του τιμώμενου απόψε θρύλου της κυπριακής λαϊκής ιδιωματικής ποίησης, στίχοι που γράφτηκαν πριν από μισό και πλέον αιώνα, κουβαλούν μηνύματα σύγχρονα, επίκαιρα, μηνύματα που δεν έχασαν ποτέ τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια τους.

«[…] Ούλα γερνούν με τον τζιαιρόν τζιαι πάσιν, χάννουνται,

κάθε τζιινούρκον το παλιόν εννά το καππελιάσει,

ο κόσμος γύρνει βίρα τούμπες, ποσκαλώματα,

’μμά ’ν έφτασεν ως τζειαχαμαί που πεθυμά να φτάσει.[…]».

Κυρίες και κύριοι, Φίλες και Φίλοι,

Ως έμπρακτη απόδειξη της οφειλόμενης τιμής στο έργο του άξιου αυτού τεχνίτη του στίχου και του λόγου η κυπριακή πολιτεία τον βράβευσε το 1975 με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Ελληνική Κυπριακή Λογοτεχνία και το 2003 συμπεριέλαβε όλες του τις ποιητικές συλλογές σε δίτομη έκδοση του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών με τίτλο «Παύλου Λιασίδη Άπαντα». Παράλληλα, τη μνήμη του συντηρούν οι πολυάριθμες οδοί ανά το παγκύπριο που φέρουν το όνομά του, τα πάρκα, οι ανδριάντες και οι προτομές, συμπεριλαμβανομένης αυτής με την οποία τον τιμούμε απόψε.

Η αποψινή τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Παύλου Λιασίδη, (και συγχαρητήρια στον Δήμο Λύσης για αυτή την πρωτοβουλία) όπως και όλων των μνημείων των εξεχόντων Κυπρίων, δε λειτουργεί ως απλό τεκμήριο αιώνιας μνήμης και οφειλόμενου σεβασμού, αλλά ταυτόχρονα συμβάλλει στην προώθηση του πολιτισμού, τον οποίο ιεραρχούμε ως την κύρια προτεραιότητά μας, γιατί θωρούμε ότι η κυπριακή κοινωνία έχει ανάγκη σήμερα περισσότερο από ποτέ τη συνεχή αναβάθμιση και ανάπτυξη των αξιών και των αρχών που δίνουν περιεχόμενο, όραμα και προοπτική στον λαό μας.

Και στο όραμα αυτό κυρίαρχο στοιχείο η επιστροφή, όπως ο Παύλος Λιασίδης υπογραμμίζει σε ένα από τα τελευταία ποιήματα του με τον σημαδιακό τίτλο «Ορπίζω».       

«Τούντα κόκκαλα μου μετά σιήλια γρόνια,

Τούρτζιε, πιον σαν φύεις, έννα συναχτούσιν,

πάλε να πετήσουν γιόν τα σιηλιόνια

στο νεκροταφείον «Λύση’ να θαφτούσιν»!

Σας ευχαριστώ.

(ΑΦ)