Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

03-03-2023 15:26

Χαιρετισμός του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας κ. Ανδρέα Π. Λουκά στην εκδήλωση τιμής για τον ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου

Γυμνάσιο Καλού Χωριού, Λάρνακα

 

«Αυτός είναι ο Έλληνας. Τη λευτεριά την έχει μέσα του.

Την έχει στο υποσυνείδητό του μπορεί να πει κανείς,

μα σαν έλθει η κρίσιμη στιγμή τότε ξεπετάγεται,

την κάνει συνείδηση και ζωή του,

κι ο ταπεινός, ο μικρόχαρος, μεταβάλλεται σε μαχητή ακατάβλητο».

 

Ανακαλώντας στη μνήμη τη βαρυσήμαντη επισήμανση του ανυπέρβλητου μας ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, όπως αυτή διατυπώθηκε στην επιστολή που απέστειλε στον Σωτήρη Έλληνα στις 19 Φεβρουαρίου, αμέσως μετά τη διενέργεια του «Ενωτικού Δημοψηφίσματος» του 1950, και με αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας, συγκεντρωθήκαμε σήμερα για να τιμήσουμε τον ακραιφνή πατριώτη και παγκόσμιο αγωνιστή της ελευθερίας, Γρηγόρη Αυξεντίου.

Σήμερα συμπληρώνονται 56 χρόνια από τη θυσία του Σταυραετού της Κύπρου. Τότε που μέσα από το πανίερο κεκαυμένο κρησφύγετο του Μαχαιρά αναμετρήθηκε με την Iστορία και πέρασε πρώτος των πρώτων στο πάνθεον των ηρώων της πατρίδας μας.

«Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία…

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια.

Μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας μια και το ξέρω: στην απόλυτη στιγμή μου, μες απ’ το στόμιο του θανάτου, οι συναγωνιστές μου θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη τη σημαία του ανένδοτου αγώνα…» γράφει στον «Αποχαιρετισμό» του στον υποθετικό μονόλογο του ήρωα ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος.

Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη στη ζωή κάθε ανθρώπου, από αυτήν της απόφασης του θανάτου. Όταν υπάρχει κάποια διέξοδος, όταν μπορείς ακόμα και να τον αποφύγεις, αλλά εσύ τον διαλέγεις σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου. «Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του, νικάει και τον θάνατο».

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928 στην κατεχόμενη Λύση. Πατέρας του ο γεωργός στο επάγγελμα Πιερής Αυξεντίου και μητέρα του η Αντωνού Αυξεντίου, από την οικογένεια των ποιητάρηδων Γρηγοράδων.

Από τα πολύ νεαρά του χρόνια ο Γρηγόρης έδειξε την αγάπη του για την Ελληνική ιστορία και τους μεγάλους αγώνες του Ελληνικού Έθνους. Σε κάθε ευκαιρία η ψυχή του φώναζε Ελλάδα. «Μη λυπάσαι μάνα» έγραψε στη μητέρα του για να την καθησυχάσει όταν πήγε στην Ελλάδα, «έφυγα από την αγκαλιά σου … βρίσκομαι τώρα στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πιο στοργικής μάνας του κόσμου…».

Τον Ιανουάριο του 1955, σε μυστική συνάντηση που είχε με τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ Γεώργιο Γρίβα Διγενή, έδωσε όρκο στρατιωτικής τιμής και από εκείνη τη στιγμή ανάλαβε ως Τομεάρχης Αμμοχώστου.

Πολύ σημαντικό στοιχείο αποτελεί η επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης που έτρεφε ο Αρχηγός Διγενής στον Γρηγόρη Αυξεντίου ένεκα του ήθους, της τόλμης, της παλικαριάς και της στρατιωτικής του κατάρτισης. Γι’ αυτό και στις 3 Ιουνίου του ‘56 τον όρισε Υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, με εξουσίες ίδιες μ’ αυτές του Αρχηγού.

Στο βουνό και στο αντάρτικο ο Γρηγόρης ήταν απαιτητικός, αλλά έδειχνε και κατανόηση. Τιμωρούσε τα σφάλματα, αλλά και συγχωρούσε. Διαφωνούσε αλλά ήταν πειθαρχημένος. Πολλές φορές αναλάμβανε τις ευθύνες και για τα λάθη άλλων. Αυτά τα χαρακτηριστικά τον ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους. Όσοι λάμβαναν μέρος στις μάχες και πολεμούσαν υπό τις διαταγές του δεν τον θαύμαζαν απλώς. Τον αποθέωναν.

Πολλοί τον παρουσίαζαν ως τη «ραχοκοκαλιά όλου του Αγώνα» και εστίαζαν στην ιδιαίτερη ικανότητά του να είναι πάντα μπροστάρης στον κίνδυνο με τους συναγωνιστές του να τον ακολουθούν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορική μάχη των Σπηλιών. Τότε που ο Αγγλικός στρατός, καθοδηγούμενος από το χέρι της προδοσίας, βρέθηκε στα Σπήλια, ανηφορίζοντας στην περιοχή όπου ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ είχε το κρησφύγετό του. Κάτω από πυκνή ομίχλη, ο Αυξεντίου ανέλαβε την κάλυψη των κινήσεων του Διγενή. Σε μια στιγμή απόδειξης της στρατηγικής δεινότητας, της ευστροφίας και της γενναιότητάς του, παρέσυραν τους Άγγλους σε μια άγρια μάχη αλληλοεξόντωσης. Διαπιστώνοντας ότι οι δυο ομάδες Άγγλων στρατιωτών κινούνταν στις απέναντι παρυφές τις χαράδρας, με το αυτόματο όπλο του πυροβόλησε και προς τις δυο κατευθύνσεις και ενώ οι Άγγλοι άρχισαν να αλληλοπυροβολούνται και να ανταλλάζουν αδελφοκτόνα πυρά αυτός ξέφυγε κατρακυλώντας στο βάθος.

Οι μάχες συνέχισαν να διαδέχονται η μια την άλλη.

Για να αποφύγει τον εντοπισμό και την αλυσίδα της προδοσίας, η οποία ξεκινώντας από τον Πενταδάκτυλο, συνέχισε στην Πιτσιλιά και έφτασε μέχρι τον Μαχαιρά, ο Γρηγόρης μετακινούνταν συνεχώς.

Τελευταίος του σταθμός έγιναν τα βουνά του Μαχαιρά.

Περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1957, η ομάδα του Γρηγόρη κατέληξε στο κρησφύγετό της, σε μικρή απόσταση από τη Μονή. Στην κρύπτη εκείνη, η οποία έμελλε να καθαγιαστεί και να αποτελέσει σύμβολο αντίστασης και αγώνα υπέρ ελευθερίας.

Πλησίαζε η ώρα να αναμετρηθεί με την ιστορία. Πηγαινοερχόταν στο Μοναστήρι έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια από τους μοναχούς.

Η 3η Μαρτίου 1957 έμελλε να αποτελέσει ημέρα ορόσημο για τη σύγχρονη Κυπριακή ιστορία. Ο Αυξεντίου με τους συντρόφους του Ανδρέα Στυλιανού, Αυγουστή Ευσταθίου, Αντώνη Παπαδόπουλο και Φειδία Συμεωνίδη βρισκόταν στο κρησφύγετό τους.

Οι Βρετανοί τους περικύκλωσαν και τους ζήτησαν να παραδοθούν. Ο ίδιος αρνήθηκε.

Διέταξε τα παλικάρια του να εξέλθουν και να παραδοθούν.

Ο ίδιος, μόλις αυτοί εξήλθαν του κρησφυγέτου, βροντοφώναξε στους Άγγλους το «Μολών Λαβέ».

Από τα βάθη των αιώνων, η ιστορία εμφανίστηκε στα βουνά του Μαχαιρά, έτοιμη να τον προϋπαντήσει. Όπως ακριβώς έγινε στη μάχη των Θερμοπυλών, στη σθεναρή αντίσταση των Βυζαντινομάχων και στο Κούγκι.

Η ώρα του χρέους και της πράξης, είχε πλέον φτάσει.

Ακολούθησε μάχη που διήρκησε ώρες. Ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για την πατρίδα και να αναδειχθεί με το θάνατό του ως μεγάλος διδάξαντας αυταπάρνησης και αυτοθυσίας.

Στη μάχη συμμετείχε σε κατοπινό στάδιο, και ο Αυγουστής Ευσταθίου, ο οποίος αφού στάλθηκε από τους Άγγλους με σκοπό να πείσει τον Αυξεντίου να παραδοθεί, επέλεξε να παραμείνει εντός και να πολεμήσει μαζί με τον «μάστρο» του.

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρέδωσε το πνεύμα του καιόμενος υπερασπίζοντας τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας μέχρι τέλους.

«Χαλάλιν της Πατρίδος μου ο γιος μου, η ζωή μου, τζι αφού εν επαραδόθηκεν τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν ας έσιει την ευτζήν μου».

Λέγοντας αυτά τα λόγια τον αποχαιρέτισε ηΜάνα του Αντωνού, αναδεικνύοντας πως γι΄ αυτήν, όπως και για τον πατέρα του Γρηγόρη, η ηρωική του θυσία ήταν κάτι το αναμενόμενο, το φυσιολογικό.

Κυρίες και κύριοι,

Αγαπητά παιδιά,

Σήμερα η σκέψη μεταφέρεται, κατά τρόπο αναπόφευκτο, σε μια εξόχως καθοριστική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας. Στην εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Στην εποχή δράσης του μεγάλου ήρωα της λεβεντογέννας Λύσης Γρηγόρη Αυξέντιου. Και μπορεί σχεδόν κανένας από εμάς να βίωσε τις ένδοξες εκείνες στιγμές, παρ’ όλα αυτά οι συγκλονιστικές μαρτυρίες αυτών που τον είδαν να μάχεται σκληρά και να στέκει αγέρωχος προκαλώντας τους αμείλικτους διώκτες του, αυτών που τον είδαν να ξαγρυπνά για να ξεκουραστούν οι συναγωνιστές του, να μεριμνά για την ασφάλεια και την τροφοδοσία τους, καθιστά αυτό που βιώνουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής και συλλογικής μας μνήμης.

Μέσα από τις περιγραφές των απλών, ταπεινών ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρέθηκαν στο πέρασμά του, διακρίνουμε την αυθεντικότητα, την ειλικρίνεια, την πειστικότητα, τη γλυκύτητα, τον χαρακτήρα και την αγνότητα των σκοπών του μεγάλου μας ήρωα.

Σήμερα γινόμαστε κοινωνοί του μεγαλείου του ανδρειωμένου τέκνου της Λύσης. Τον ακολουθούμε νοερά σε ένα οδοιπορικό σε κάθε λαγκάδι και κάθε βουνοκορφή που ανέβηκε.

Βλέπουμε τις ίδιες εικόνες που έβλεπε και αυτός, όταν περπατούσε στα στενά των χωριών της Πιτσιλιάς. Τις ίδιες εικόνες που έβλεπε όταν αγνάντευε από τα λημέρια και τα κρησφύγετα στην Αετοφωλιά της Παπούτσας και αισθανόμαστε την ίδια αγωνία και τον ίδιο πόθο για λευτεριά. Τον ακολουθούμε σε κάθε σπιθαμή του τομέα του. Σε κάθε γωνιά βρίσκεται κι ένας άνθρωπος που γνώρισε, συνομίλησε, συνεργάστηκε, θαύμασε τον Γρηγόρη Αυξεντίου.

Τον ακολουθούμε στα Κρασοχώρια της Λεμεσού, στο Άρσος, στην Ποταμίτισσα, στο Όμοδος, στον Αγρό, στον Αμίαντο, στο Παλαιχώρι. Εκεί που άλλοτε μεταμφιεσμένος και άλλοτε όχι, συνήθιζε να αναμιγνύεται με τους κατοίκους, ν’ ακούει τις συζητήσεις του κόσμου για τον αγώνα, να λαμβάνει πολύτιμες πληροφορίες και να αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας.

Σήμερα με την εξιστόρηση των γεγονότων ξεδιπλώνουμε την ένδοξη φιγούρα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ο οποίος με τον ηρωικό του θάνατο, κατέστη ανυπέρβλητο σύμβολο ανδρείας, λεβεντιάς, μαχητικότητας και αυτοθυσίας.

Αυτός ήταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου και κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτούργησε μέχρι την ύστατη στιγμή, επιλέγοντας τον ένδοξο ηρωικό θάνατο κι όχι τις πρόσκαιρες χαρές του ανθρώπινου βίου.

Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Την προδοσία που υπήρχε σε πολλές πτυχές του Αγώνα. Αυτή που σαν σαράκι κατατρώει τα σωθικά του Έλληνα, σε κάθε μεγάλη Εθνική προσπάθεια επιβίωσης. Και εδώ ακριβώς έγκειται το μεγαλείο της ψυχής του. Γιατί όπως σημειώνει και ο Δήμαρχος Λύσης φίλος Ανδρέας Καουρής στον τρίτο τόμο του βιβλίου του «Γρηγόρης Αυξεντίου» «Εν μέσω αλλεπάλληλων προδοσιών και συνεχών καταδιώξεων συνέχιζε την ιστορική αγωνιστική του δράση ο Αυξεντίου».

Και ενώ γνώριζε πολύ καλά για την προδοσία, δεν έπαψε στιγμή να παλεύει αγέρωχα και δίχως φόβο, κρατώντας σταθερή και ακλόνητη πορεία στα ιερά μονοπάτια του Αγώνα.

Κυρίες και κύριοι,

Αγαπητοί μαθητές,

Αναντίλεκτα, η Κύπρος του σήμερα, δε μοιάζει με το ελεύθερο Ελληνικό νησί το οποίο οραματίστηκαν οι θυσιασθέντες ήρωες της ΕΟΚΑ. Το δράμα των συγγενών, των πεσόντων και αγνοουμένων μας, η προσφυγιά που ακόμα ταλαιπωρεί τους χιλιάδες εκτοπισμένους μας και τα συρματοπλέγματα της κατοχής, αποτελούν τη θλιβερή πραγματικότητα.

Σήμερα, οφείλουμε να υποσχεθούμε στον Γρηγόρη Αυξεντίου, αλλά και σε όλους αυτούς που μας κοιτάζουν από το πάνθεο των ηρώων, ότι θα προσπαθήσουμε να φανούμε αντάξιοι της θυσίας και των προσδοκιών τους. Για να το πετύχουμε οφείλουμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ενότητας και της ομοψυχίας.

Αντλώντας δύναμη από την απαστράπτουσα μορφή του Ζήδρου, οφείλουμε να ανανεώσουμε την υπόσχεση ότι θα υπομείνουμε την ανηφορική πορεία και θα παραμείνουμε σταθεροί στο δίκαιο του αγώνα μας μέχρι την απελευθέρωση της πατρίδας μας.

«Θα 'θελα τις ώρες αυτές να τις ζούσαμε μαζί» συνεχίζει να γράφει ο ήρωας μας στον Σωτήρη ‘Ελληνα, «και πιασμένοι χέρι χέρι να προχωρούσαμε προς τις ψηλότερες κορφές των Κυπριακών βουνών για να το πούμε και ν' ακουσθή σ' όλο τον κόσμο, πως:

Γεφύρωμα θα γίνουμε στο πέρασμα της Νίκης της Αφτέρουγης,

της Λευτεριάς της Λαμπροφώρας».

(ΝΓ/ΣΧ)