16-01-2024 09:59
Ομιλία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργου Σαββίδη στο συνέδριο «Update on Legal Privilege Under EU Law»
Είναι με μεγάλη χαρά που αποδέχτηκα την πρόσκληση να απευθύνω χαιρετισμό στο σημερινό συνέδριο που αποσκοπεί να προσεγγίσει, με έμφαση στις πρόσφατες εξελίξεις, ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και ενδιαφέρον θέμα, τόσο για τους ίδιους τους δικηγόρους όσο και για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης γενικότερα.
Η προστασία του δικηγορικού απορρήτου συνιστά μία από τις βασικές εγγυήσεις της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά ταυτόχρονα επιδρά στο όλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, σε συνάρτηση με την αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου, ως αρωγού της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της, τη νομική συνδρομή που χρειάζεται ο εντολέας του.
Η προστασία του δικηγορικού απορρήτου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώθηκε ήδη από το 1982, με την απόφαση σταθμό AM&S Europe[1], όπου το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το εν λόγω επαγγελματικό απόρρητο αποτελεί μία από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες πηγάζουν από τις κοινές αξίες και την κοινή συνταγματική παράδοση των κρατών μελών. Το Δικαστήριο διευκρίνισε πάντως, ότι η παροχή αυτής της προστασίας εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται σωρευτικώς: Η επικοινωνία με τον δικηγόρο πρέπει να σχετίζεται με την άσκηση των «δικαιωμάτων άμυνας του εντολέα» και, πρέπει να πρόκειται για επικοινωνία με ανεξάρτητο δικηγόρο, δηλαδή με δικηγόρο ο οποίος «δεν συνδέεται με τον πελάτη με εργασιακή σχέση».
Έκτοτε, σειρά αποφάσεων των Δικαστηρίων της Ένωσης επανέλαβαν τη σημασία της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου και, με την πλέον πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-694/20, Orde Van Vlaamse Balies, η οποία και θα απασχολήσει το σημερινό συνέδριο, επεκτάθηκε η προστατευτική εμβέλεια του επαγγελματικού απορρήτου δικηγόρου και πελάτη, ώστε να καλύπτει την παροχή νομικών συμβουλών γενικότερα, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την ύπαρξή τους[2].
Η τάση αυτή αναδεικνύει τη σημασία και τη σπουδαιότητα που ενέχει η προστασία του δικηγορικού απορρήτου, που σύμφωνα με τη νομολογία δικαιολογείται από την ανάθεση στους δικηγόρους μιας θεμελιώδους αποστολής σε μια δημοκρατική κοινωνία, ήτοι της υπεράσπισης των πολιτών[3].
Η θεμελιώδης αυτή αποστολή περιλαμβάνει, αφενός, την απαίτηση να έχει κάθε πολίτης τη δυνατότητα να απευθύνεται ελεύθερα στον δικηγόρο του, του οποίου το επάγγελμα περιλαμβάνει, από την ίδια τη φύση του, το καθήκον παροχής, κατά τρόπο ανεξάρτητο, νομικών συμβουλών σε όλους όσοι τις χρειάζονται και, αφετέρου, τη συνακόλουθη υποχρέωση πίστεως του δικηγόρου έναντι του πελάτη του[4].
Εξακολουθεί όμως η νομολογία να διευκρινίζει ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο προστατεύει την εμπιστευτικότητα οποιασδήποτε αλληλογραφίας μεταξύ ιδιωτών και παρέχει αυξημένη προστασία στην επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών τους, δεν είναι απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας. Συναφώς, είναι δυνατόν να τεθούν περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο ότι, συνάδουν με το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων[5] .
Απαιτείται συνεπώς πάντοτε στάθμιση και προσεκτική ρύθμιση δικαιωμάτων, όπως το δικηγορικό απόρρητο. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της αυτορρύθμισης, που επίσης θα απασχολήσει το σημερινό συνέδριο, είναι μεγάλης σημασίας. Η ορθή λειτουργία και η αποτελεσματικότητα του δικηγορικού απορρήτου εξαρτάται από τον καθορισμό και προσδιορισμό ορίων και προϋποθέσεων που ο Κώδικας Δεοντολογίας των Δικηγόρων περιέχει, καθότι κατοχυρώνει το δικηγορικό απόρρητο ως θεμελιώδες και πρωταρχικό δικαίωμα και υποχρέωση του δικηγόρου, περιέχοντας ταυτόχρονα ρύθμιση επιμέρους πτυχών αυτού.
Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα M. Poiares-Maduro στις προτάσεις του την 14η Δεκεμβρίου 2006 επί της Υπόθεσης C-305/05 (σκ. 70):
«Δεν αμφισβητείται ότι ο δικηγόρος ενδέχεται να χρειαστεί να προβεί σε εκτίμηση της νομικής καταστάσεως του πελάτη του στο πλαίσιο της ασκήσεως οποιασδήποτε από τις δραστηριότητές του. Η εκτίμηση αυτή, πάντως, μπορεί να στραφεί προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ανάλυση του πλαισίου και των νομικών συνεπειών της σχεδιαζόμενης πράξεως διαφέρει από την εκτίμηση που γίνεται με σκοπό την επιλογή της αποτελεσματικότερης για τον πελάτη στρατηγικής, προκειμένου αυτός να προβεί στη διενέργεια μιας πράξεως ή στην πραγματοποίηση μιας οικονομικής ή εμπορικής φύσεως συναλλαγής. Εφόσον η εκτίμηση έχει ως σκοπό να βοηθήσει απλώς τον πελάτη να αναπτύξει τις δραστηριότητες του ‘συννόμως’ και να προσαρμόσει τις επιδιώξεις του στους ισχύοντες κανόνες δικαίου, πρέπει να λογίζεται ως νομική συμβουλή και να απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση ενημερώσεως, ανεξαρτήτως του πλαισίου εντός του οποίου παρέχεται. Αντιθέτως, αν η εκτίμηση αποσκοπεί κυρίως στη διενέργεια ή την προπαρασκευή μιας εμπορικής ή οικονομικής πράξεως και διαμορφώνεται βάσει των υποδείξεων του πελάτη προς ανεύρεση, ιδίως, της πιο συμφέρουσας λύσεως, ο δικηγόρος ενεργεί πλέον, απλώς, ως ‘επιχειρηματικός σύμβουλος’ του πελάτη, θέτοντας τις ικανότητές του στην υπηρεσία ενός μη νομικού σκοπού, και δεν παρίσταται ανάγκη εφαρμογής του κανόνα του επαγγελματικού απορρήτου. Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο δικηγόρος ενεργεί όχι μόνον προς το συμφέρον του πελάτη, αλλά και προς το συμφέρον του νόμου. Στη δεύτερη περίπτωση, προέχει το συμφέρον του πελάτη. Στην περίπτωση αυτή, ο δικηγόρος δεν ενεργεί ως ‘ανεξάρτητος δικηγόρος’, αλλά εξομοιώνεται προς οικονομικό σύμβουλο ή νομικό σύμβουλο επιχειρήσεως».
Αναμένω ότι το σημερινό συνέδριο θα συμβάλει στον διάλογο που απαιτείται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, κάθε φορά που απαιτείται η στάθμιση συμφερόντων και δικαιωμάτων που χαίρουν προστασίας, αλλά δεν είναι πάντοτε δυνατόν να συμπλέουν.
Ολοκληρώνοντας, συγχαίρω τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο για τη διοργάνωση του παρόντος συνεδρίου, ευχόμενος καλή επιτυχία στις εργασίες του.
------------------------------------------------------------------
[1] Case C-155/79, AM&S Europe Ltd v Commission
[2] Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, στην υπόθεση C-694/20, Ordre des barreaux francophones et germanophone
[3] Απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Michaud κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2012:1206JUD001232311, §§ 118 και 119
[4] Απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής, 155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 18
[5] Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International, C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψεις 63 και 64
(MΛ)
Σχετικά Ανακοινωθέντα