Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

28-07-2024 10:52

Επιμνημόσυνος λόγος της Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων κα Άννας Αριστοτέλους στο Ετήσιο Εθνικό Μνημόσυνο πεσόντων και δολοφονηθέντων Αφαντιτών και Δέηση για διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων της Αφάνειας

Είναι με αισθήματα συγκίνησης αλλά και βαθιάς οδύνης που σήμερα βρισκόμαστε εδώ για να μνημονεύσουμε τους πεσόντες και αγνοούμενους της Αφάνειας. Να τιμήσουμε 16 Αφαντίτες που πριν από ακριβώς μισό αιώνα έπεσαν θύματα της βάρβαρης τουρκικής εισβολής της πατρίδας μας και συνέθεσαν μαζί με τους υπόλοιπους ήρωες μας τον μακρύ κατάλογο πεσόντων και αγνοούμενων της τουρκικής εισβολής.

Αυτός ο χώρος, αυτό το μνημείο, η Εκκλησία του Αγίου Αρτεμίου, είναι για τους Αφαντίτες ένας χώρος ιερός. Ένας χώρος που τους φέρνει στην καρδιά του χωριού τους κι ας βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά. Ένας χώρος που αποτελεί καταφύγιο και απαλύνει τον πόνο. Θυμίζει στους παλαιότερους το χωριό τους, ενώ αποτελεί εστία διδαγμάτων και γνωριμίας με την Αφάνεια για όλες τις νεότερες γενιές.

Αποτελεί ταυτόχρονα ένα χώρο ιερό που κάθε καλοκαίρι και όσο συνεχίζεται η παράνομη κατοχή, μαζεύει γύρω του συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς των δεκαέξι πεσόντων και αγνοουμένων Αφαντιτών, που προσέρχονται εδώ για να αποτίσουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής και να καταθέσουν την ευγνωμοσύνη τους προς τους συγχωριανούς τους που είτε δολοφονήθηκαν άνανδρα, είτε έπεσαν στη διάρκεια μαχών, είτε ακόμα η τύχη τους αγνοείται. Και παράλληλα να ανανεώσουν την υπόσχεση που θα πρέπει να αποτελεί και υπόσχεση όχι μόνο των Αφαντιτών, αλλά ολόκληρου του κυπριακού λαού, πως τα πενήντα χρόνια ήταν αρκετά.

Η Αφάνεια, όπως και οι υπόλοιπες κατεχόμενες κοινότητες της Μεσαορίας, κλήθηκαν να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος τον Αύγουστο του 1974. Ο μακρύς κατάλογος περιλαμβάνει 16 Αφαντίτες που κάτω από διαφορετικές αλλά το ίδιο τραγικές συνθήκες είτε συνελήφθησαν, είτε δολοφονήθηκαν από Τούρκους ή Τουρκοκύπριους.

Από τους δεκαέξι Αφαντίτες αγνοούμενους που άφησε πίσω της η Τουρκική εισβολή οι πλείστοι έχουν ταυτοποιηθεί. Συγκεκριμένα, παραμένει άγνωστη η τύχη του Χριστοφή Γιαννή, του Νικόλα Μιχαήλ, του Γιακουμή Χατζηνικόλα και της Κακουλλούς Κώστα.

Η Αφάνεια, όπως και τα υπόλοιπα χωριά της Μεσαορίας, καταλήφθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις κατά την πρώτη ημέρα της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στις 14 Αυγούστου. Οι περισσότεροι κάτοικοι, υπό τον φόβο της τουρκικής επίθεσης, πρόλαβαν να το εγκαταλείψουν και να κινηθούν νοτιότερα προς πιο ασφαλείς περιοχές. Ήταν αρκετοί όμως κι αυτοί που δεν πρόλαβαν και εγκλωβίστηκαν, με αποτέλεσμα να αναζητήσουν κάποιο χώρο για να κρυφτούν έτσι ώστε να γλιτώσουν από τη σμήνη των εισβολέων.

Ανάμεσα σε αυτούς και ο Παναγιώτης Ασπρής, ο οποίος βρήκε μαζί με άλλους Αφαντίτες καταφύγιο στην περιοχή Μάνκια, μεταξύ Αφάνειας και Άσσιας. Για δύο μέρες, οι Αφαντίτες κρύβονταν εκεί μέχρι που στις 16 Αυγούστου τους εντόπισαν Τουρκοκύπριοι συγχωριανοί τους και τους οδήγησαν στο τουρκοκυπριακό σχολείο της Αφάνειας, όπου ήδη βρίσκονταν κι άλλοι Ελληνοκύπριοι Αφαντίτες που είχαν εγκλωβιστεί.

Εκεί, μέσα στο σχολείο, παρέμειναν για πέντε ολόκληρες μέρες μέχρι τις 21 Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι έβαλαν σε εφαρμογή το επόμενο μέρος του σχεδίου τους. Τότε, την 21η Αυγούστου, ήταν η τελευταία φορά, που θεάθηκαν ζωντανοί οι οκτώ άνδρες που οι Τούρκοι διαχώρισαν από τα γυναικόπαιδα. Ο Παναγιώτης Ασπρής, πατέρας τεσσάρων παιδιών, ο Σάββας Γιωργαλλής, πατέρας δύο παιδιών, ο Ανδρέας Ορφανού, πατέρας δύο παιδιών, ο Γαβριήλ Ιωάννου, πατέρας έξι παιδιών, εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο έξω από την Αφάνεια και τα λείψανά τους ταυτοποιήθηκαν στις 20 Δεκεμβρίου του 2012.

Στην πιο πάνω οκτάδα των δολοφονηθέντων που βρέθηκαν στον ομαδικό τάφο, συμπεριλαμβάνονται ο Σωτήρης Πάμπουλλος και ο Κυριάκος Καραντώκης, οι οποίοι στις 14 Αυγούστου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασωθούν οι ίδιοι, αλλά να σώσουν και τις οικογένειες τους, επιβιβάστηκαν σε ένα pick up με περίπου 20 άλλα άτομα, συγγενείς και γείτονες, και επιχείρησαν να διαφύγουν. Ωστόσο, τουρκικό άρμα μάχης ανέκοψε την πορεία τους με αποτέλεσμα να το εγκαταλείψουν και να καταλήξουν σε παρακείμενη οικία. Εκεί, μετά από δέκα λεπτά, περικυκλώθηκαν από Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι τους συνέλαβαν. Μεταφέρθηκαν στο τουρκοκυπριακό σχολείο της Αφάνειας και στις 16 Αυγούστου, αφού εντοπίστηκαν και οι συγχωριανοί τους που κρύβονταν στην περιοχή της Μάνκιας, είχαν την ίδια τύχη.

Η οκτάδα συμπληρώνεται από δύο κατοίκους διπλανών χωριών, οι οποίοι είχαν οδηγηθεί στο ίδιο Δημοτικό Σχολείο.

Ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάνω στην οικογένεια Ιωάννου. Μια οικογένεια που το 2013 μετά από τον εντοπισμό των οστών του Γαβριήλ Ιωάννου, ο οποίος το 1974 ήταν 69 χρονών, τον έθαψε στο Κοιμητήριο Γερίου, και ήταν ανάμεσα στους οκτώ άνδρες που εντοπίστηκαν στον ομαδικό τάφο. Το 2017 η οικογένεια έθαψε τον γιο του Γαβριήλ, τον Γιάννη Γαβριήλ, του οποίου η σύζυγος το 1974 ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί, ενώ ακόμα αναζητεί την τύχη του αδερφού του Γαβριήλ, του Χριστοφή Γιαννή, ο οποίος το 1974 ήταν 74 ετών, πατέρας έξι παιδιών και η τύχη του έκτοτε αγνοείται.

Ο Γιάννης Γαβριήλ, γιος του Γαβριήλ Ιωάννου, διέμενε με τη σύζυγο του στο Παλαίκυθρο. Γεννήθηκε στην Αφάνεια το 1937 και εργαζόταν ως Γραμματέας στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία της Αφάνειας.

Κατά την διάρκεια της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής και στο διάστημα το οποίο μεσολάβησε μέχρι την έναρξη της δεύτερης φάσης της, συνέχισε να παραμένει στην οικία του στο Παλαίκυθρο με τη σύζυγό του.

Στις 14 Αυγούστου, ημερομηνία έναρξης της δεύτερης φάσης της εισβολής, ο Γαβριήλ με τη σύζυγό του μετέβησαν στην Άσσια για περισσότερη ασφάλεια. Όταν ενημερώθηκε ότι τα τουρκικά στρατεύματα κινούνταν και προς την Άσσια, προσπάθησαν να μεταβούν εκτός του χωριού, αλλά ήδη τα τουρκικά στρατεύματα είχαν αποκόψει το χωριό από τις ελεύθερες περιοχές. Τότε επέστρεψαν σε οικία στην Άσσια όπου είχαν μαζευτεί και άλλοι εγκλωβισθέντες.

Στις 19 Αυγούστου δύο ένοπλοι τουρκοκύπριοι έφθασαν στην οικία και συνέλαβαν τον ίδιο και τον σύγαμπρο του Πέτρο Ταρπούκκα και τους οδήγησαν στο τουρκοκυπριακό Δημοτικό Σχολείο Αφάνειας, το οποίο είχαν μετατρέψει σε χώρο συγκέντρωσης αιχμαλώτων.

Αργότερα την ίδια μέρα, ένοπλοι τουρκοκύπριοι διέταξαν τον Γαβριήλ και το σύγαμπρο του Ταρπούκκα να επιβιβαστούν εντός οχήματος και στη συνέχεια τους οδήγησαν προς το τουρκοκυπριακό χωριό Αγυιά. Έκτοτε κανένας από τους δύο δεν έδωσε σημεία ζωής, ενώ τα οστά τους εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στην Αφάνεια και ταυτοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2017.

Ο θείος του Χριστοφής Γιαννή, ήταν ανάμεσα στους Αφαντίτες που έσπευσαν προς την Άσσια ανήμερα της δεύτερης φάσης της εισβολής, για να σωθούν. Εκεί διέμενε και ένα από τα εξι παιδιά του. Ωστόσο και η Άσσια καταλήφθηκε, με αποτέλεσμα οι περίπου 1.000 Ελληνοκύπριοι να εγκλωβιστούν στο χωριό. Το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου μία ομάδα ένοπλων τούρκων στρατιωτών συνέλαβαν όλους τους άνδρες, συμπεριλαμβανομένου και του Γιαννή, και τους οδήγησαν σε μια οικία, τα δε γυναικόπαιδα στην πλατεία του χωριού. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, τούρκος αξιωματικός διέταξε τα γυναικόπαιδα να επιστρέψουν στις οικίες τους.

Οι άνδρες παρέμειναν στην οικία υπό περιορισμό μέχρι της 17.8.74 και φρουρούντο από ένοπλους τούρκους στρατιώτες βοηθούμενοι από ένοπλους τουρκοκύπριους από την Αφάνεια.

Γύρω στο μεσημέρι της 17ης Αυγούστου οι Τούρκοι μετέφεραν όλους τους άνδρες στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία. Εκεί διαχώρισαν του νέους από τους ηλικιωμένους. Αυτούς που είχαν ηλικία κάτω των 50 ετών τους κράτησαν σε ένα θάλαμο. Αυτούς που ήταν άνω των 50 ετών, συμπεριλαμβανομένου και του Γιαννή, τους μετέφεραν πίσω στην Άσσια με τα ίδια φορτηγά οχήματα και τους απέλυσαν. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του και η τύχη του αγνοείται μέχρι σήμερα.

Ο πιο νεαρός από τους αγνοούμενους της Αφάνειας ήταν ο Γιώργος Γεωργίου του Δημητρίου. Μόλις 17 χρονών, ο Γεωργίου ήταν μαθητής της πέμπτης τάξης του Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας. Ανήμερα της 14ης Αυγούστου, ο πατέρας του πήρε ολόκληρη την οικογένειά του και κρύφτηκαν εντός ενός ποταμού, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε Αφάνεια και Άσσια.

Αργά το απόγευμα ολόκληρη η οικογένεια ξεκίνησε να μεταβεί προς την Άσσια. Όταν πλησίασαν στην Άσσια και εντός του ποταμού Σκατουλιάρη βρέθηκαν σε πολύ κοντινή απόσταση με 300 περίπου ένοπλους Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι πρόταξαν τα όπλα τους μόλις αντιλήφθηκαν την οικογένεια του Γεωργίου.

Ο πατέρας του Γεωργίου αμέσως είπε σε όλους να ξαπλώσουν για να αποφύγουν τις σφαίρες και ο ίδιος φώναξε δυνατά ότι παραδίδονται. Μίλησε και Ελληνικά και Τουρκικά γιατί γνώριζε την Τουρκική γλώσσα. Πράγματι, όλοι καλύφθηκαν εκτός από τον Γιώργο, ο οποίος κρατούσε τη μικρή αδελφή του και προτίμησε να την προστατεύσει. Την ξάπλωσε στο έδαφος και την κάλυψε με το σώμα του.

Παρόλο που ήταν όλοι άοπλοι, οι Τούρκοι άνοιξαν πυρ εναντίον τους με αποτέλεσμα ο Γιώργος να τραυματιστεί στο μηρό. Στη συνέχεια 15 περίπου Τούρκοι στρατιώτες πλησίασαν την οικογένεια Γεωργίου και τους μετέφεραν όλους κάτω από ένα γεφύρι, εκτός από τον Γιώργο.

Σε πέντε περίπου λεπτά τους μετακίνησαν σε κοντινή απόσταση και μετέφεραν κοντά τους και τον τραυματία Γιώργο. Στη συνέχεια επιβίβασαν σε οχήματα όλους τους συλληφθέντες και ζήτησαν από τον πατέρα του να μεταφέρει και τον τραυματία γιο του. Δυστυχώς όμως, ένεκα της κατάστασης του, δεν ήταν δυνατό να τον μεταφέρει μόνος του και χωρίς να υπάρξει επιδείνωση του τραυματισμού του.

Ένας άγνωστος Τουρκοκύπριος με πολιτικά ρούχα διέταξε τον πατέρα του Γιώργου να ακολουθήσει τους υπόλοιπους εντός των οχημάτων και θα φρόντιζε ο ίδιος να μεταφερθεί ο γιος του στο νοσοκομείο για περίθαλψη.

Ενώ η οικογένεια του Γεωργίου απομακρύνετο, ένας Τούρκος στρατιώτης τον πυροβόλησε, αλλά δεν αντιλήφθηκαν αν τραυματίστηκε και πάλι από τις σφαίρες. Έκτοτε ο Γιώργος δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν σε τάφο στην περιοχή της Άσσιας και ταυτοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 2013.

Αυτόπτης μάρτυρας, των τραγικών γεγονότων για την οικογένεια Γεωργίου ήταν και ο Γιακουμής Χατζηνικόλας, ο οποίος κινείτο κι αυτός μέσω των χωραφιών από την Αφάνεια προς την Άσσια και εντοπίστηκε μαζί με την οικογένεια Γεωργίου.

Μετά τα όσα συνέβησαν με τον 17χρονο Γιώργο, ο Χατζηνικόλας μεταφέρθηκε μαζί με άλλους άντρες αιχμαλώτους σε εργοστάσιο, το οποίο βρίσκεται στην άκρη της Άσσιας. Εκεί κρατήθηκαν μέχρι το πρωί της 15.8.74 με δεμένα τα χέρια. Αργότερα όσοι είχαν ηλικία άνω των 50 ετών, μεταξύ τους και ο Χ” Νικόλας, αφέθηκαν ελεύθεροι από το εργοστάσιο στο οποίο κρατούνταν. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του και η τύχη του αγνοείται μέχρι σήμερα.

Ανάμεσα στους ήρωες Αφαντίτες πεσόντες και αγνοουμένους της τουρκικής εισβολής είναι και οι άνθρωποι που στο κάλεσμα της πατρίδας για να την υπερασπιστούν δήλωσαν ένα βροντερό παρών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αιμίλιος Ευδοκίου, 31 ετών, οικοδόμος και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού. Ο Ευδοκίου, ανήμερα της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου κατατάγηκε ως έφεδρος στο 305 Τάγμα Πεζικού στο Δάλι.

Μετά την εκεχειρία, ο Ευδοκίου με το Τάγμα του μεταφέρθηκαν στην περιοχή της Μιας Μηλιάς, όπου τα χαράματα της 14ης Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα επιτέθηκαν κατά θέσεων της Εθνικής Φρουράς με άρματα μάχης, βαρέα όπλα και με την υποστήριξη της αεροπορίας.

Στους στρατιώτες του Τάγματος δόθηκε διαταγή για απαγκίστρωση και ο Ευδοκίου κινήθηκε προς την περιοχή Μάντρες στο Καϊμακλί. Εκεί, όπως και άλλοι στρατιώτες, βρήκαν καταφύγιο σε ένα σπήλαιο, όπου λίγο αργότερα περικυκλώθηκαν από Τούρκους στρατιώτες. Αμέσως τον Ευδοκίου και τον άλλον έφεδρο, προφανώς ένεκα των στρατιωτικών τους στολών, τους οδήγησαν υπό την απειλή των όπλων 350 περίπου μέτρα μακριά, εντός μικρής χαράδρας και στη συνέχεια ακούστηκαν πυροβολισμοί. Έκτοτε τόσο ο Ευδοκίου όσο και ο δεύτερος έφεδρος στρατιώτης δεν έδωσαν σημεία ζωής. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στην περιοχή και ταυτοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 2016, ενώ τάφηκε με τιμές στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας τον Μάιο του 2017.

26 χρονών ήταν ο Νικόλας Μιχαήλ όταν τον Ιούλιο του 1974, στο κάλεσμα της πατρίδας, κατετάγη έφεδρος στο 70 Τάγμα Μηχανικού στην περιοχή του BMH. Μετά τις μάχες της πρώτης φάσης της εισβολής στις 4 Αυγούστου επέστρεψε για λίγες ώρες στην Αφάνεια, για να επισκεφθεί την οικογένεια του, και την ίδια μέρα επέστρεψε στη μονάδα του. Την επόμενη μέρα, στις 5 Αυγούστου, έλαβε οδηγίες και μαζί με άλλους έφεδρους στρατιώτες του 70 Τάγματος Μηχανικού μετακινήθηκαν στην περιοχή της Λαπήθου για ναρκοθέτηση περιοχών.

Όταν ολοκλήρωσαν τη ναρκοθέτηση το απόγευμα της ίδια μέρας, κατόπιν διαταγής του αξιωματικού του τμήματος διανυκτέρευσαν στην Λάπηθο με σκοπό να συνεχίσουν τη ναρκοθέτηση των υψωμάτων Καραβά το επόμενο πρωί.

Τα ξημερώματα της 6ης Αυγούστου, κι ενώ ήταν σε ισχύ η εκεχειρία, τα τουρκικά στρατεύματα επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και μετά από σκληρές μάχες κατέλαβαν τις δύο κωμοπόλεις, εγκλωβίζοντας αριθμό ανδρών του 70 Τάγματος Μηχανικού. Οι εγκλωβισθέντες άνδρες του Μηχανικού χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και κινήθηκαν με προορισμό τη Βασίλεια.

Ο Μιχαήλ ανήκε στην ομάδα η οποία σκόπευε να κινηθεί προς την πλευρά της θάλασσας. Αρχικά έφτασαν στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Κερύνειας κοντά στο κέντρο ΑΙΡΚΩΤΙΣΣΑ. Αφού ξεκουράστηκαν, άκουσαν φωνές και ο υπεύθυνος διμοιρίτης έστειλε τον Μιχαήλ και ακόμα ένα στρατιώτη για ανίχνευση. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του και η τύχη του αγνοείται.

Πολλοί ήταν οι Αφαντίτες που στο άκουσμα πως οι εισβολείς βρίσκονταν μια ανάσα έξω από το χωριό τους θεώρησαν πως θα ήταν ασφαλές για αυτούς να μετακινηθούν προς την Άσσια. Μεταξύ αυτών και ο Θεόδουλος Σολωμού, πατέρας επτά παιδιών και ειδικός αστυφύλακας.

Τα τουρκικά στρατεύματα, αφού περικύκλωσαν την Άσσια στις 15 Αυγούστου, άρχισαν να περιπολούν και να προβαίνουν σε βιαιοπραγίες, περιλαμβανομένων δολοφονιών εγκλωβισθέντων εντός του χωριού.

Το μεσημέρι, μια ομάδα τούρκων στρατιωτών συνοδευόμενοι από δύο ένοπλους Τουρκοκύπριους, έφθασαν στην οικία όπου βρισκόταν ο Σολωμού και αφού συνέλαβαν όσους βρίσκονταν εντός αυτής οδήγησαν τους άνδρες σε οικία στην άκρη του χωριού, ενώ τα γυναικόπαιδα σε άλλη οικία.

Ο Σολωμού και οι υπόλοιποι άνδρες παρέμειναν εντός της οικίας υπό περιορισμό για δύο-τρεις μέρες και στις 17/8/1974, Τούρκοι στρατιώτες και ένοπλοι Τουρκοκύπριοι τους επιβίβασαν σε δύο φορτηγά και τους οδήγησαν στο γκαράζ Παυλίδη, όπου κράτησαν όσους είχαν ηλικία περίπου 50 χρονών και κάτω και τους υπόλοιπους, μεταξύ αυτών και ο Σολωμού, τους μετέφεραν πίσω στην Άσσια. Την επομένη, 18 Αυγούστου, τους απελευθέρωσαν και συνενώθηκαν με τις οικογένειες τους.

Στις 21 Αυγούστου μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών, πάλιν μαζί με ένοπλους Τουρκοκύπριους, έφθασαν στην οικία όπου βρισκόταν ο Σολωμού και συνέλαβαν όλους όσοι ήταν εντός αυτής. Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στην κάτω ενορία του χωριού, ενώ οι άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Σολωμού, οδηγήθηκαν με φορτηγά στο τουρκοκυπριακό χωριό Αγυιά και αφού τους κατέβασαν από τα φορτηγά τους διέταξαν να καθίσουν στο έδαφος εντός χωραφιών με δεμένα τα χέρια. Λίγο αργότερα έφθασε στο χώρο πολιτικό όχημα και ένοπλοι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να ελέγχουν ένα ένα τους συλληφθέντες.

Στη συνέχεια, αφού επιβίβασαν τον Σολωμού εντός του οχήματος, αναχώρησαν προς την περιοχή της Αφάνειας και έκτοτε δεν έδωσε σημεία ζωής. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στην περιοχή του Τουρκοκυπριακού χωριού Αγυιά, ταυτοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2023, και η ταφή τελέστηκε τον περασμένο Μάιο.

Επίσης πρόσφατα, μόλις πριν από δύο εβδομάδες, τελέστηκε στη Μοσφιλωτή και η ταφή των λειψάνων του Δημήτρη Τσιαούση, ο οποίος ήταν πατέρας τριών παιδιών. Ο Τσιαούσης, όπως και η οικογένεια Σολωμού, μετέβησαν από την Αφάνεια προς την Άσσια. Στις 21 Αυγούστου οι Τούρκοι διέταξαν τους άνδρες να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού, όπου βρίσκονταν τα καφενεία. Γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα της ίδιας μέρας, ένοπλοι τουρκοκύπριοι συνέλαβαν τον Τσιαούση μαζί με τον Σωτήρη Θαλασσινό και τον Ανδρέα Διαρκού και, αφού τους επιβίβασαν σε πολιτικό όχημα, τους οδήγησαν σε άγνωστο μέρος και έκτοτε δεν έδωσαν σημεία ζωής.

Ανάμεσα στους πεσόντες και αγνοούμενους της Αφάνειας, βρίσκονται και δύο γυναίκες. Δύο γυναίκες σύμβολα της τραγικότητας των όσων συνέβησαν στο ηρωικό χωριό τον Αύγουστο του 1974.

Η Κακουλλού Κώστα, 45 ετών, μητέρα πέντε παιδιών, στο άκουσμα πως οι Τούρκοι φθάνουν στην Αφάνεια, όπως και άλλοι χωριανοί έσπευσε να κρυφτεί σε καλαμιώνες για να προστατεύσει τις κόρες της.

Γύρω στις 02:00 στις 14 Αυγούστου, η Κακουλλού με τις κόρες της και με άλλους συγχωριανούς που ήταν κρυμμένοι στους καλαμιώνες, έσπευσαν τρέχοντας προς την Άσσια για να σωθούν λόγω του ότι τούρκοι στρατιώτες τους εντόπισαν και άρχισαν να τους πυροβολούν. Η Κακουλλού παρέμεινε πιο πίσω από τους υπόλοιπους συγχωριανούς της, για να βοηθήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Σε κάποια στιγμή τραυματίστηκε από τους πυροβολισμούς των τούρκων στρατιωτών και έπεσε στο έδαφος. Η κόρη της προσέτρεξε για να την βοηθήσει, αλλά στο μέρος κατέφθασαν τούρκοι στρατιώτες καθώς και ένας Τουρκοκύπριους από την Αφάνεια, ο οποίος διέταξε να κινηθούν και να συγκεντρωθούν όλοι στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Η Κακουλλού παρέμεινε πληγωμένη και αβοήθητη στο έδαφος και έκτοτε η τύχη της αγνοείται.

Τραγική είναι και η ιστορία της Χριστίνας Σάββα. Η Χριστίνα, γεννημένη το 1924, είχε την ατυχία στα δεκατεσσερα της χρόνια να τυφλωθεί λόγω σοβαρής ασθένειας που την καθήλωσε μόνιμα στο κρεβάτι της με αποτέλεσμα να παραμείνει καθηλωμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της εισβολής.

Στις 15 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στο χωριό και όποιον έβρισκαν τον οδηγούσαν στο τουρκοκυπριακό δημοτικό σχολείο της Αφάνειας.

Η μεταφορά όμως της Χριστίνας στο σχολείο ήταν αδύνατη λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και έτσι, με άδεια των τουρκικών στρατευμάτων, συγγενείς της την επισκέπτονταν με συνοδεία τούρκων στρατιωτών και της προμήθευαν τροφή και νερό.

Τις επόμενες μέρες ωστόσο τα τουρκικά στρατεύματα μετακίνησαν όλους τους εγκλωβισθέντες από την Αφάνεια σε άλλους χώρους κράτησης εγκλωβισθέντων, χωρίς όμως να επιτρέψουν τη μετακίνηση της Χριστίνας, η οποία παρέμεινε μόνη και αβοήθητη.

Σύμφωνα με μαρτυρία, η Χριστίνα δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τούρκους στρατιώτες όταν την εντόπισαν στο κρεβάτι της. Τα λείψανα της εντοπίστηκαν σε ατομικό τάφο στην Αφάνεια και ταυτοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 2020. Η Χριστίνα Σάββα τάφηκε τον Αύγουστο του 2020 στο Κοιμητήριο Κουκλιών, γράφοντας τον επίλογο της τραγικής της ιστορίας, που καταδεικνύει στο έπακρο την βαρβαρότητα που επιδείχθηκε από τα στρατεύματα κατοχής κατά τη διάρκεια της εισβολής.

Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στον μόλις 16 χρονών Ιάκωβο Πίττα από την Αγκαστίνα, ο οποίος για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα του, η δεύτερη φάση της εισβολής τον βρήκε στην κοινότητα της Αφάνειας. Την ίδια ημέρα Τούρκοι στρατιώτες τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στο τουρκοκυπριακό σχολείο του χωριού, το οποίο είχε μετατραπεί σε χώρο συγκέντρωσης αιχμαλώτων. Στις 21 Αυγούστου, οι Τούρκοι διαχώρισαν τους αιχμαλώτους. Τα γυναικόπαιδα τα μετακίνησαν αλλού, ενώ οκτώ άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Πίττας, παρέμειναν στο σχολείο. Έκτοτε κανείς δεν τους είδε ξανά. Τα λείψανα του Πίττα εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στην περιοχή της Αφάνειας και ακολούθως τάφηκαν στο Κοιμητήριο της Λακατάμειας.

Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν φάρο για τις νεότερες γενιές. Άνθρωποι του μόχθου που επέλεξαν τη δύσκολη διαδρομή. Είναι οι ήρωες από τους οποίους καλούμαστε να αντλήσουμε δύναμη, να πάρουμε διδάγματα, να μάθουμε και κυρίως να μην ξεχάσουμε. Διδάγματα που, μέσα από τις στάχτες του ολέθρου και της καταστροφής που σκόρπισαν οι τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο το 1974, μας κάνουν πιο δυνατούς, πιο ώριμους και πιο αποφασισμένους.

Μπροστά λοιπόν στους πεσόντες και αγνοούμενους της Αφάνειας, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ, με συγκίνηση αλλά και με υπερηφάνεια τους αποτίνουμε ελάχιστο φόρο τιμής και δίνουμε την υπόσχεση ότι θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε ακατάπαυστα και με συνέπεια μέχρι τον εντοπισμό και τη διακρίβωση της τύχης και του τελευταίου αγνοούμενού μας και τον εντοπισμό των πεσόντων μας.

Την ίδια ώρα, τους δίνουμε την υπόσχεση πως δεν θα ξεχάσουμε τη θυσία τους, θα τους τιμούμε και θα τους μνημονεύουμε, για να θυμούνται οι παλαιότερες και να μαθαίνουν οι νέες γενιές, οι οποίες καλούνται να κρατήσουν άσβεστη τη μνήμη της κοινότητάς τους μέχρι την ημέρα της επιστροφής.

Παράλληλα, η θυσία των Αφαντιτών, των Ασσιωτών και όλων των υπολοίπων θυμάτων της τουρκικής εισβολής χαλυβδώνει τη θέληση όλων μας για απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας. Η Αφάνεια και η εκκλησία του Αγίου Αρτεμίου μας καρτερούν, για τη μέρα που το μνημόσυνο των πεσόντων μας θα τελεσθεί εκεί.

Ας είναι αιώνια η μνήμη τους.

(ΑΦ/ΑΣ)