11-04-2025 12:42
Απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου: Ομόφωνα δεκτή η Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας στον νόμο για δημοσιοποίηση των ονομάτων που συνεισφέρουν στον Ανεξάρτητο Φορέα Κοινωνικής Στήριξης
Αντισυνταγματικός καθ’ ολοκληρίαν κρίθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ο τροποποιητικός νόμος της Βουλής – Τίθεται θέμα προσωπικών δεδομένων φυσικών και νομικών προσώπων
Ως αντισυνταγματικός καθ’ ολοκληρίαν κρίθηκε ομόφωνα, σήμερα, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατόπιν Αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο τροποποιητικός Νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο οποίος προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των προσώπων που καταβάλλουν χορηγίες πέραν των 5.000 Ευρώ στο Ειδικό Ταμείο του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, όπως και το ποσό που καταβάλλεται. Πρόκειται για Ταμείο που δέχεται μόνο ιδιωτικές δωρεές ή/και εισφορές από οποιοδήποτε φυσικό και νομικό πρόσωπο, και χρησιμοποιείται για την παροχή οικονομικής στήριξης σε δυσπραγούντα φυσικά πρόσωπα.
Ο νόμος κρίθηκε ως αντισυνταγματικός λόγω του ότι οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν, μετά από πρόταση νόμου βουλευτών, αντίκεινται σε Άρθρα του Συντάγματος.
Το Δικαστήριο ειδικότερα εστίασε σε εξέταση του Άρθρου 15 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), για να συμφωνήσει με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι, η δημοσιοποίηση των στοιχείων των προσώπων που καταβάλλουν ποσά στον Φορέα, καθώς και το ύψος του ποσού που καταβάλλεται, χωρίς να ληφθεί εκ των προτέρων η συγκατάθεσή τους, δεν συνάδει με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο.
«Η δημοσιοποίηση στοιχείων των προσώπων που κατέβαλαν ποσά στον Φορέα αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμά τους για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, δεδομένου ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου συνιστούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής. Ως εκ τούτου, ο εξαναγκασμός του προσώπου προς παροχή λεπτομερειών προσωπικών εξόδων αναπόδραστα οδηγεί στην παραβίαση της συνταγματικής αυτής διάταξης», αναφέρεται στο κείμενο της Γνωμάτευσης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τέτοια δεδομένα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, εμπίπτουν στη σφαίρα του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και τυγχάνουν προστασίας και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μέσω παγιωμένης νομολογίας. Ως εκ τούτου, «η καταχώριση σε μητρώο και η δημοσιοποίηση των προσωπικών στοιχείων των φυσικών προσώπων που καταβάλλουν εισφορές, αποτελούν επέμβαση στο δικαίωμά τους για προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, και στο δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής».
Ως προς την αρχή της αναλογικότητας, η πλήρης ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ανέπτυξε τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορούν να περιοριστούν, καταλήγοντας ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του υπό Αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικές. «Είναι διαπίστωσή μας», αναφέρει το Δικαστήριο, «ότι στο υπό Αναφορά νομοθέτημα προσδιορίζεται ως τομέας προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση, η ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε σχέση με τους πόρους του Φορέα. Πλην όμως, δεν στοιχειοθετείται από τη νομοθετική εξουσία, η οποία και βαρύνεται με τη σχετική υποχρέωση, η άμεση και επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την οποία χωρεί η επέμβαση στο υπό συζήτηση θεμελιώδες δικαίωμα, [ώστε] […] [να] μετουσιώνεται σε στέρεα νομιμοποιητική βάση, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε αυθαιρεσία». Για να συνεχίσει σημειώνοντας: «Έστω όμως και αν τεκμηριωνόταν από τον νομοθέτη η ανάγκη προς καταχώριση και δημοσιοποίηση -με αναφορά στην αρχή της διαφάνειας και υπό το πρίσμα της συμμετοχής της/του εκάστοτε συζύγου του/της Προέδρου της Δημοκρατίας στη διοίκηση του Φορέα– παρατηρείται παντελής απουσία τεκμηρίωσης από τον νομοθέτη της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Συγκεκριμένη και σαφής αναφορά από το Δικαστήριο γίνεται και στον τρόπο δημοσιοποίησης των ονομάτων των φυσικών και νομικών προσώπων των δωρητών. Αναφέρει σχετικά: «[…] η χωρίς κανένα περιορισμό και προς καθολική γνώση, ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Φορέα των στοιχείων των φυσικών προσώπων, παρέχει την ελεύθερη διαδικτυακή πρόσβαση σε δυνητικά απεριόριστο αριθμό προσώπων, τα οποία, για λόγους απροσδιόριστους και ασύνδετους προς τον επιδιωκόμενο με το νομοθέτημα σκοπό, ενημερώνονται για την προσωπική και οικονομική δυνατότητα των δωρητών. […] Κατά ταυτόσημο τρόπο, η χωρίς διάκριση καταχώριση και δημοσιοποίηση των νομικών προσώπων, ως προβλέπεται στον υπό Αναφορά νόμο, συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. […] Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καλύπτει και αφορά σε κάθε πληροφορία, ικανή να οδηγήσει κατά τρόπον άμεσο ή έμμεσο στην ταυτοποίηση φυσικού προσώπου. Επίκληση από νομικά πρόσωπα […] είναι δυνατή και μπορεί να λάβει χώραν -προς όφελος και προστασία φυσικού προσώπου- στις περιπτώσεις και στον βαθμό όπου η επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα. Όπου, δηλαδή, εν ολίγοις, μέσω της δημοσιοποίησης της εταιρικής επωνυμίας μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα φυσικού προσώπου. Στη βάση των πιο πάνω, η καταχώριση και δημοσιοποίηση, χωρίς διάκριση, των επωνυμιών των νομικών προσώπων, ως ο υπό Αναφορά Νόμος διαλαμβάνει, παραβιάζει, στις περιπτώσεις εξακρίβωσης, άμεσα ή έμμεσα, της ταυτότητας φυσικών προσώπων, το δικαίωμα τους στην ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά τους δεδομένα. Πρόσθετα, με τον υπό Αναφορά νόμο καταστρατηγείται ο Κανονισμός [Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα], αφού η Βουλή υποχρεώνει τον Φορέα να δημοσιεύει την επωνυμία νομικού προσώπου, χωρίς να προηγείται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως ρητά διαλαμβάνει τόσο ο Κανονισμός όσο και ο εναρμονιστικός νόμος και προκειμένου να διαπιστωθεί, από το αρμόδιο όργανο, αν με την επωνυμία του νομικού προσώπου προσδιορίζονται ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.»
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η κα Ειρήνη Νεοφύτου και η κα Δένα Θεοδώρου, Ανώτερες Δικηγόροι της Δημοκρατίας.
(MΛ/ΑΣ)
Σχετικά Ανακοινωθέντα