Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

11-04-2024 11:48

Επιστημονική Ημερίδα Διοικητικού Δικαίου

Διεξήχθησαν με μεγάλη επιτυχία οι εργασίες της επιστημονικής ημερίδας διοικητικού δικαίου, η οποία συνδιοργανώθηκε από το νεοσυσταθέν Ίδρυμα Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και την επίσης νεοσυσταθείσα Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, στις 3 Απριλίου 2024.  Η συγκεκριμένη ημερίδα αποτελεί την πρώτη από μία σειρά εκδηλώσεων, με τις οποίες το ίδρυμα της Βουλής προτίθεται να συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο επί σημαντικών θεμάτων νομικού, αλλά και ευρύτερου ενδιαφέροντος.  Η θεματολογία της ημερίδας βασίσθηκε σε εισήγηση του Βουλευτή κ. Πανίκου Λεωνίδου, ο οποίος στο πλαίσιο της πρόσφατης δικαστικής μεταρρύθμισης υπήρξε βασικός εισηγητής της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος, με την οποία έχει θεμελιωθεί στην κυπριακή έννομη τάξη το αναγκαίο συνταγματικό υπόβαθρο προς επέκταση της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου σε διοικητικές διαφορές ουσίας.

Κατά την ημερίδα, την οποία παρακολούθησε πλήθος δικαστικών λειτουργών των ανώτατων και διοικητικών δικαστηρίων της Κύπρου, δικηγόροι και δημόσιοι λειτουργοί, προσκλήθηκαν και παρευρέθηκαν ως εισηγητές εξέχουσες στον τομέα του διοικητικού δικαίου προσωπικότητες από τον Κυπριακό και Ελλαδικό χώρο, ήτοι δικαστικοί, ακαδημαϊκοί και εν ενεργεία δικηγόροι, καθώς επίσης η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Την ημερίδα συντόνισαν στο Πρώτο Μέρος ο εξ Ελλάδος πολιτικός επιστήμων, αρθρογράφος και συγγραφέας κ Κωνσταντίνος Χολέβας, ενώ στο Δεύτερο Μέρος ο κ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.  Χαιρετισμούς απηύθυναν η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και πρόεδρος του ιδρύματος της Βουλής κα Αννίτα Δημητρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Σαββίδης, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κ. Αντώνης Λιάτσος και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Μάριος Χαρτσιώτης δι’ εκπροσώπου του.

Εισηγήσεις κατέθεσαν στο Πρώτο Μέρος κατά σειρά ο κ. Ιωάννης Συμεωνίδης, Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο κ. Πάνος Λαζαράτος, Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ. Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων της Ελλάδας επί τιμή και διδάκτωρ Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η κα Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Πρόεδρος Πρωτοδικών των Διοικητικών Δικαστηρίων και διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.  Στο Δεύτερο Μέρος εισηγήσεις κατέθεσαν κατά σειρά ο κ. Ανδρέας Αγγελίδης, δικηγόρος με εξειδίκευση σε θέματα διοικητικού δικαίου και πρώην Βουλευτής, η Επίτροπος  Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κα Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη, η κα Ευγενία Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο κ. Κώστας Παρασκευά, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Κύριο αντικείμενο της ημερίδας αποτέλεσε το ζήτημα της διά νόμου επέκτασης της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κύπρο σε διοικητικές διαφορές ουσίας, ανάγκη προκύπτουσα από την ισχύουσα ήδη από το 2022 συνταγματική τροποποίηση, καθώς και η σχετική με το θέμα πολύτιμη εμπειρία της Ελληνικής έννομης τάξης όπου αριθμός διοικητικών  διαφορών έχει ήδη με τη θέσπιση ειδικών νόμων ή νομολογιακά ουσιαστικοποιηθεί. Αντικείμενο του  Δεύτερου Μέρους της ημερίδας αποτέλεσε το θέμα της μη συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, ζήτημα το οποίο ως προς την κυπριακή έννομη τάξη εντοπίζεται προς το παρόν μόνο στις ακυρωτικές διαφορές. Κατατέθηκε επίσης η εμπειρία της Ελλάδας όσον αφορά στο θέμα της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων επί διοικητικών διαφορών ουσίας.

Τα κυριότερα συμπεράσματα της ημερίδας, τα οποία αναμένεται ότι θα αποτελέσουν και τη βάση της νομοπαραγωγικής διαδικασίας  της πολιτείας για τη διά νόμου επέκταση και στην κυπριακή έννομη τάξη της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου σε διοικητικές διαφορές ουσίας συνοψίζονται ως ακολούθως:

(α)  Ευρίσκεται ήδη σε ισχύ στην Κυπριακή έννομη τάξη το αναγκαίο συνταγματικό πλαίσιο για τη διά νόμου επέκταση της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου σε διοικητικές διαφορές ουσίας, ύστερα από την ψήφιση της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος [Αρ. Νόμου 103(Ι) του 2021].

(β)  Επιβάλλεται όπως, κατά τη διαδικασία ουσιαστικοποίησης διοικητικών διαφορών, αποφευχθεί η πολυνομία και οι επικαλύψεις που παρατηρήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο, μέσω της  θέσπισης ενός ειδικού νόμου στον οποίο να καθορίζονται εξαντλητικά οι χρήζουσες ουσιαστικοποίησης διοικητικές διαφορές.  Κατά τον τρόπο αυτό, θα αποφευχθεί επίσης το φαινόμενο καθιέρωσης νομολογιακά διαφορών ουσίας. Εναλλακτικά, να μελετηθεί το ενδεχόμενο, όπως αντί της εξαντλητικής απαρίθμησης σε νόμο των διαφορών που χρήζουν ουσιαστικοποίησης, καθορισθούν κριτήρια διαχωρισμού των διοικητικών διαφορών σε ουσίας και ακυρωτικές, δεδομένου του γεγονότος ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει μόνο ένα ένδικο μέσο, το οποίο δύναται να αποτελέσει και το ενιαίο ένδικο μέσο τόσο για τις ακυρωτικές όσο και για τις διαφορές ουσίας, ήτοι αυτό της «προσφυγής».  Εντός του ιδίου πλαισίου, εντάσσεται και η μελέτη του θέματος υπό το πρίσμα του ότι η διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές ή ουσίας δύναται, αντιστοίχως, να βασισθεί στο έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος ή σε αξίωση που παραπέμπει σε δικαίωμα και με δεδομένο ότι στην περίπτωση  ακυρωτικής διαφοράς το αίτημα περιορίζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, ακύρωση της εκτελεστής διοικητικής πράξης, ενώ στη διοικητική διαφορά ουσίας ο δικαστής προχωρεί στη διάγνωση της αλήθειας και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και, αναλόγως, σε τροποποίηση, εν όλω ή εν μέρει, του ουσιαστικού περιεχομένου της πράξης, του δικαιώματος ή της υποχρέωσης και εν γένει της απορρέουσας κατάστασης.

(γ) Επιβάλλεται ο καθορισμός της έκτασης της εξουσίας του διοικητικού δικαστή, έτσι που στο πλαίσιο του διενεργούμενου δικαστικού ελέγχου να δύναται να διαμορφώνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και συνακόλουθα να αποτρέπονται φαινόμενα υποκατάστασης της διοίκησης στο έργο της.

(δ) Επιβάλλεται η θέσπιση δικονομικών κανόνων, οι οποίοι να διέπουν όχι μόνο τον διενεργούμενο δικαστικό έλεγχο των διοικητικών διαφορών ουσίας, αλλά και τον έλεγχο νομιμότητας των ακυρωτικών διαφορών, ήτοι επιβάλλεται η θέσπιση Ενιαίου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

(ε)  Επιβάλλεται ο καθορισμός των διαδικαστικών κανόνων συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων, στο πλαίσιο της διεύρυνσης της εξουσίας του διοικητικού δικαστή να ενεργεί αυτεπαγγέλτως στη βάση ανακριτικού συστήματος και τούτο για σκοπούς αποτελεσματικής διάγνωσης και ταχείας έκδοσης της απόφασης.  Εντός του ιδίου πλαισίου, πρέπει να καθορισθούν κανόνες προσκόμισης ειδικών εκθέσεων, εγγράφων ή/και του συνόλου του διοικητικού φακέλου ενώπιον του δικαστηρίου εντός τασσόμενης προθεσμίας και η καθίδρυση ανάλογων μηχανισμών στήριξης του δικαστή, κατά τη διαδικασία διάγνωσης της αλήθειας, όπως και ο βαθμός συνεισφοράς στη διοικητική δίκη επί διαφορών ουσίας των τεχνικών κρίσεων και πραγματογνωμοσύνης.

(στ)   Το υπό θέσπιση νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο και τα προστατευόμενα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαιώματα.

Όσον αφορά στο δεύτερο θέμα της ημερίδας, ήτοι τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς σχετικές δικαστικές αποφάσεις, εκ μέρους των εισηγητών αναλύθηκαν τα ακόλουθα:

(α) Οι διάφορες, κατά καιρούς, εκ μέρους της Εκτελεστικής Εξουσίας, αλλά και βάσει προτάσεων νόμου ανεπιτυχείς νομοθετικές πρωτοβουλίες προς ποινικοποίηση της άρνησης και/ή δυστροπίας της διοίκησης να συμμορφωθεί προς δικαστικές αποφάσεις επί ακυρωτικών διαφορών.

(β) Το Άρθρο 150 του Συντάγματος ως πιθανής νομιμοποιητικής βάσης επιβολής ποινών, σε ανάλογες περιπτώσεις.

(γ)  Η υπό εξέλιξη στην παρούσα φάση διαβούλευση σε επίπεδο Εκτελεστικής Εξουσίας επί σχεδίου νόμου, με το οποίο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της διοίκησης θα επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις.

Σε σχέση με τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς δικαστικές αποφάσεις επί διοικητικών διαφορών ουσίας διαπιστώθηκε ότι το ζήτημα αντικρίζεται από  άλλη οπτική γωνία και αφορά στην αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων, στην καθοδήγηση της διοίκησης κατά την εκτέλεση της απόφασης και στην επίβλεψη της εκτέλεσης, μέσω της καθίδρυσης δικαστικών μηχανισμών, ενδεχομένως, κατά το πρότυπο της Ελλάδας.

(Το κείμενο ως απεστάλη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων)