Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

28-11-2022 18:09

Ομιλία Πρόεδρου Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας «Αύξηση της Βίας κατά των Γυναικών, Αιτίες και Πολιτικές Αντιμετώπισης»

Κυρίες και κύριοι,

Με τιμά ιδιαίτερα η πρόσκληση της αγαπημένης φίλης και Ευρωβουλεύτριας Ελίζας Βόζεμπεργκ να παραστώ στη σημερινή εκδήλωση, με αφορμή την 25η Νοεμβρίου - Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, η οποία διοργανώνεται από την ίδια και υπό την υψηλή της ιδιότητα ως Αντιπροέδρου της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να συζητήσουμε και να εμβαθύνουμε στα θλιβερά φαινόμενα αύξησης της βίας προς τις γυναίκες και να εγκύψουμε με ιδιαίτερη περίσκεψη στις αιτίες, αλλά κυρίως στον σχεδιασμό των αναγκαίων πολιτικών προς αντιμετώπισή τους. 

Και είναι επίσης με ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι σήμερα εδώ στην Αθήνα, ανάμεσα σε διακεκριμένες προσωπικότητες του Ελλαδικού μας χώρου, όπως και Κυπρίων που ζουν εδώ, για να αναλύσουμε, να εστιάσουμε στο συγκεκριμένο θέμα με την προσοχή και τη βαρύτητα που του αρμόζει. Να σταθούμε απέναντι στο αποκρουστικό αυτό φαινόμενο της έμφυλης βίας, το οποίο παρά τις όποιες νομοθετικές και άλλες σημαντικές ρυθμίσεις που επήλθαν στις σύγχρονες κοινωνίες προς προαγωγή της ισότητας των φύλων, διογκώνεται και αυξάνεται συνεχώς, απειλώντας όλες και όλους, πλήττοντας κατάφωρα την αξιοπρέπεια της γυναίκας και του νεαρού κοριτσιού, παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα του θύματος, αποστερώντας του την ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων του, βαθαίνοντας συνεχώς το χάσμα των ανισοτήτων και διαρρηγνύοντας τον κοινωνικό ιστό.

Επιτρέψετέ μου, λοιπόν, να επαναλάβω για πολλοστή φορά ότι  κάθε γυναικοκτονία, κάθε έγκλημα και κάθε πράξη βίας, αδιαφόρως της βαρύτητας του αξιοποίνου,  με θύτη έναν άνδρα και θύμα μια γυναίκα ή ένα νέο κορίτσι, δεν είναι παρά μία αποτρόπαια πράξη κατά μίας συζύγου, μίας κόρης, μίας φίλης, μίας συντρόφου, μίας αδελφής.  Μία πράξη που στρέφεται πρώτιστα κατά ενός ανθρωπίνου όντος ανεκτίμητου και πολύτιμου για την κοινωνία και φυσικά για όλους όσοι βιώνουν την απώλεια, όπως στην περίπτωση της γυναικοκτονίας.  Αλλά είναι αναπόφευκτα και μια πράξη που στρέφεται εναντίον όλων εμάς, που σε κάθε νέα είδηση για μία ακόμη αποτρόπαιη γυναικοκτονία ως της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας, παραμένουμε άφωνοι, ζώντας σε σύγχρονες «δήθεν» πολιτισμένες, ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου καμιά μορφή έμφυλης βίας δεν θα έπρεπε να είχε θέση. 

Και όμως, όχι μόνο η έμφυλη βία σε όλες της τις  μορφές βρίσκει άνετα τη θέση της στις σύγχρονες κοινωνίες, αφορμώμενη βέβαια από τις βαθιά στερεοτυπικές αντιλήψεις περί της γυναίκας και του κοριτσιού ως κτήματος του ανδρός συζύγου, φίλου, συντρόφου, νυν και πρώην, του αδελφού, του πατέρα, αλλά και προδιαγράφει ένα ζοφερό μέλλον για όλες και όλους, εφόσον δεν γίνει κατανοητό ότι απαιτείται σωστή, έγκαιρη και συντονισμένη αντίδραση προς εξεύρεση τρόπων πολυεπίπεδης αντιμετώπισης τέτοιων απαράδεκτων και θλιβερών για τις κοινωνίες μας φαινομένων, που εμποτίζουν επικίνδυνα τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθιστώντας τις, εν πολλοίς, και χωρίς αντίδραση, δυστυχώς, ανεκτές και/ή αποδεκτές.

Εντοπίζοντας, καταρχάς, μερικά από τα αίτια της παρατηρούμενης κατά τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερης αύξησης της βίας προς τις γυναίκες και τα κορίτσια, που σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στην έννοια του όρου «ενδοοικογενειακή βία» αλλά προσλαμβάνει και άλλες μορφές έξω από τη στενή έννοια της οικογένειας,  καθώς και «σύγχρονες» μορφές, όπως η διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι, πέραν των κλασσικών στερεοτυπικών αντιλήψεων, υπήρξαν κατά τα τελευταία χρόνια και πρόσθετοι επιβαρυντικοί παράγοντες, τους οποίους καλούμαστε να συνυπολογίσουμε και να αναχαιτίσουμε με έγκαιρες προληπτικές παρεμβάσεις για το μέλλον, όπως η οικονομική κρίση που έπληξε πολλές κοινωνίες, ιδιαίτερα την κυπριακή και ελληνική, η περίοδος του εγκλεισμού της πανδημίας και οι πιέσεις που επέφερε, αλλά και η αλόγιστη και συνακόλουθα επικίνδυνη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία παραμένουν, εν πολλοίς ανέλεγκτα.           

Βρισκόμαστε όμως ταυτόχρονα αντιμέτωποι και με τα λεγόμενα «αόρατα εγκλήματα», τις αξιόποινες, εν πολλοίς, πράξεις βίας όλων των διαβαθμίσεων που όμως δεν καταγγέλλονται ούτε από τα θύματα, αλλ’ ούτε από το ευρύτερο περιβάλλον, τις πράξεις ντροπής που παραμένουν στη σκιά, πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες και που συνακόλουθα γίνονται ανεκτές, βαθαίνουν και πολλαπλασιάζονται, καθιστώντας τη γυναίκα και το κορίτσι κατ’ εξακολούθηση θύμα. 

Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η πολιτεία έχει υποχρέωση, έχει θεσμικό καθήκον στη βάση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, τώρα περισσότερο παρά ποτέ, να σχεδιάσει και να θεσμοθετήσει τρόπους στήριξης των γυναικών και κοριτσιών θυμάτων, αλλά κυρίως αναστροφής των πάγιων στερεοτυπικών αντιλήψεων, να εφαρμόσει πολιτικές και με τη συνεργασία όλων των δρώντων να λάβει αποτελεσματικά, προληπτικά αλλά και κατασταλτικά μέτρα, τα οποία να αποτελέσουν τροχοπέδη και ανάχωμα στη βία προς τις γυναίκες και τα κορίτσια. 

Στο ερώτημα γιατί τώρα, η απάντηση είναι, γιατί τώρα πλέον το πρόβλημα και οι πολλαπλές πτυχές του έχουν αποτυπωθεί, έχουν αποκρυσταλλωθεί και γιατί σύγχρονη, ευρωπαϊκή κοινωνία δεν νοείται όταν παραμένουμε απαθείς ενώπιον όλων αυτών των γυναικών και κοριτσιών, που δεν μπορούν ή δεν είναι σε θέση ακριβώς λόγω της φύσης και της ουσίας του προβλήματος να διεκδικήσουν το αυτονόητο, δηλαδή την ισότιμη απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Αλλά επιπλέον, γιατί αποτελεί υποχρέωση αλλά και πρόκληση, να αντιτάξουμε στους άνδρες/θύτες που «ανενόχλητα» και από θέση ισχύος ασκούν βία, όλες μας τις δυνάμεις. 

Είναι, λοιπόν, η συνεργασία όλων αναγκαία για να σχεδιάσουμε και να υποστηρίξουμε ως κράτη την εφαρμογή μίας εθνικής στρατηγικής αντιμετώπισης της βίας προς τις γυναίκες και τα κορίτσια, ως εκείνου του απαραίτητου πλαισίου ανάπτυξης πολυεπίπεδων δράσεων, γιατί το κράτος αναμφίβολα δεν μπορεί ούτε και πρέπει να λείπει από  μία τέτοια συλλογική προσπάθεια επανατοποθέτησης των αξιακών μας πεποιθήσεων στις σωστές θεσμικές τους βάσεις.  Της ισότητας και προπαντός του σεβασμού της αξιοπρέπειας όλων των ατόμων σε μία πολιτεία, αδιαφόρως φύλου ή/και άλλων ιδιαιτεροτήτων του καθενός ή της κάθε μίας, αλλά και γιατί μια τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφεθεί στην ιδιωτική σφαίρα βούλησης, αφού έτσι θα ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία.

Ποιοι πρέπει, λοιπόν, να είναι οι στόχοι μας, στο πλαίσιο του σχεδιασμού των αναγκαίων πολιτικών και της χάραξης μίας εθνικής στρατηγικής πρόληψης και καταπολέμησης της βίας προς τη γυναίκα; 

Είναι πρώτιστα η αλλαγή κουλτούρας, η συνειδητοποίηση της έννοιας του όρου «στερεότυπα», με τη δημιουργία της απαραίτητης και από τη σχολική ηλικία ενσυναίσθησης, μέσω της εκπόνησης προγραμμάτων, της ανάπτυξης σχολικών βιωματικών εργαστηρίων και ανάλογων δράσεων και της υιοθέτησης των κατάλληλων και πρωτοποριακών εκείνων διδακτικών αλλά και διαδικτυακών μέσων που θα αποτρέπουν την ανάπτυξη στερεοτυπικών αντιλήψεων για τα φύλα γενικά και θα διαμορφώνουν ειδικότερα τις ορθές στάσεις και συμπεριφορές.

Είναι επίσης η ενσωμάτωση της έμφυλης διάστασης στους κρατικούς προϋπολογισμούς των χωρών μας (gender budgeting), ώστε οι κρατικοί πόροι να κατανέμονται ισότιμα σε όλους τους πολίτες, γυναίκες και άνδρες, με ιδιαίτερη έμφαση στις αυξημένες ανάγκες των γυναικών και κοριτσιών για σκοπούς καταπολέμησης των ανισοτήτων και ισότιμης πρόσβασης σε ευκαιρίες ανάπτυξης, αλλά και συμφιλίωσης και επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής χωρίς αποκλεισμούς και περιορισμούς.  Στο πλαίσιο αυτό, σημαντική είναι η ανάπτυξη δημόσιου διαλόγου  με όλους τους εμπλεκομένους (κοινωνία των πολιτών, ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα), ώστε να καταστεί σαφής η σημασία της πρόληψης σε όλα τα επίπεδα και η στοχευμένη και έγκαιρη παρέμβαση προς ανάλογη διαμόρφωση των κρατικών προϋπολογισμών των χωρών μας.  

Είναι ακόμη η εξάλειψη των στερεοτυπικών εκφράσεων της γλώσσας και η απάλειψη των συμβολισμών και «cliches» που ενσωματώνουν σε γλωσσικές εκφράσεις τις ιστορικά άνισες σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, με πρώτιστη και θεμελιακή αφετηρία την απάλειψη της αποτύπωσης γλωσσικά των άνισων σχέσεων των δύο φύλων από τις δικαϊκές μας τάξεις.  Προς την κατεύθυνση αυτή τοποθετείται η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στις πράξεις κάθε αρχής (εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής) και η πλήρης αποτύπωσή της από γραμματικής και τελεολογικής επόψεως ως υποχρέωση της πολιτείας. 

Ήδη όσον αφορά την κυπριακή έννομη τάξη, θέλω να πω, ότι έχω καταθέσει πρόταση νόμου, με την οποία προτείνεται συνταγματική τροποποίηση, η οποία θα επιβάλλει στις τρεις εξουσίες την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, κατά τρόπο που να ενσωματώνουν στις πράξεις τους τη διάσταση του φύλου ως απόρροια της συνταγματικής αρχής της ισότητας, αλλά και ως διεθνούς υποχρέωσης απορρέουσας από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1979 για την εξάλειψη όλων των μορφών κατά των γυναικών (CEDAW), η οποία απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς εξάλειψη των σεξιστικών στερεοτύπων και των πατριαρχικών κοινωνικών προτύπων, μέσω των κατάλληλων νομοθετικών πρωτοβουλιών. 

Είναι επιπλέον η ενδυνάμωση σε εθνικό επίπεδο του ήδη ισχύοντος εθνικού νομοθετικού πλαισίου, με το οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ώστε να καλυφθούν τα όποια κενά και αδυναμίες και να συμπληρωθεί με τη θέσπιση ειδικών νομοθεσιών, όπως η θέσπιση του ιδιώνυμου αδικήματος της γυναικοκτονίας, η ποινικοποίηση του σεξισμού και του διαδικτυακά διαδιδόμενου σεξισμού, που ήδη έχει ολοκληρωθεί στην Κύπρο, στο πλαίσιο ποινικοποίησης όχι μόνο πράξεων, αλλά και συμπεριφορών που στρέφονται κατά της αξιοπρέπειας των γυναικών και κοριτσιών και που συνιστούν αναμφίβολα μορφές βίας, τις οποίες έχουμε καθήκον να καταστήσουμε ορατές ευρύτερα, μέσα από ένα «Ποινικό Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», όπως εμφατικά τονίζεται από την ακαδημαϊκή κοινότητα στην Κύπρο. 

Προφανώς, γιατί στους Ποινικούς Κώδικες, η γυναίκα και το κορίτσι κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών δεν καταλαμβάνει ορατή θέση, αφού η σύνδεση της γυναίκας με το δίκαιο και/ή της έμφυλης διάστασης με το δίκαιο παραμένει ουσιαστικά ανύπαρκτη.  Όπως ορθά τονίζει η «φεμινιστική» νομική σκέψη, πιο επίκαιρη παρά ποτέ, το δίκαιο εμποδίζει την ανάπτυξη της «υποκειμενικότητας» της γυναίκας, την καθιστά υποδεέστερη, τη μεταχειρίζεται σαν αντικείμενο, την εμποδίζει να ολοκληρωθεί και τελικά της αποστερεί την αναγκαία νομική φροντίδα και προστασία ως γυναίκας.  Μία λοιπόν «φεμινιστική» γυναικεία νομική προσέγγιση ιδωμένη πέρα από την κλασσική θετικιστική νομική θεώρηση, θα καταστήσει ορατό συλλογικό υποκείμενο τη γυναίκα στις δικαιϊκές μας τάξεις και θα συμβάλει όχι μόνο στην πρόληψη και καταστολή των διάφορων μορφών βίας σε όλες της τις μορφές και διαβαθμίσεις, αλλά και στην κατανόηση της αξιακής θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών και ισότιμης απόλαυσης από τις γυναίκες και τα κορίτσια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους χωρίς βία, αποκλεισμούς και διακρίσεις. Και είναι ακόμη η δρομολόγηση συντονιστικών δράσεων της πολιτείας για τη δημιουργία  και/ή ενδυνάμωση κρατικών δομών προστασίας, όπου τα θύματα θα βρίσκουν πολλαπλή υποστήριξη ως προς όλες τους τις ανάγκες, όπως και για την ανάπτυξη και χρήση εργαλείων εκτίμησης της ευαλωτότητας και των κινδύνων κακοποίησης συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, πάντοτε με στόχο τις έγκαιρες παρεμβάσεις.

Έχω αφήσει τελευταίο, το ζήτημα της υποεκπροσώπησης των γυναικών στα κέντρα εξουσίας και συνακόλουθα της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, ως μη  άμεσης αλλά έμμεσης συνιστώσας του όλου προβλήματος.  Όπως ίσως γνωρίζετε, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από δέκα (10) χρόνια συζητήσεων, έχει πολύ πρόσφατα προχωρήσει στην ψήφιση Οδηγίας, με την οποία διασφαλίζεται η εκπροσώπηση του υποεκπροσωπούμενου φύλου στα διοικητικά συμβούλια των εισηγμένων εταιρειών, μέσα από διαφανείς διαδικασίες πρόσληψης και έναντι κυρώσεων, ώστε το σαράντα τοις εκατόν (40%) των θέσεων μη εκτελεστικών διοικητικών στελεχών ή το τριάντα τρία τοις εκατόν (33%) του συνόλου των θέσεων αυτών, να καλύπτονται από το υποεκπροσωπούμενο φύλο, ρύθμιση η οποία πρέπει να ισχύει μέχρι τον Ιούνιο του 2026.

Πρόκειται αναμφίβολα για ιστορικής σημασίας ορόσημο στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, που κατ’ επέκταση διανοίγει νέες οδούς και για τις εθνικές έννομες τάξεις σε σχέση με το διαμφισβητούμενο και πολυσυζητημένο ζήτημα των ποσοστώσεων, το οποίο ταλανίζει νομικά και κυρίως συνταγματικά πλείστα όσα σύγχρονα κράτη.  Με όποιον τρόπο κι αν τελικά επιλέξουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) να πορευθούν πάρα πέρα, αφού πρώτα ενσωματώσουν ως οφείλουν το συγκεκριμένο νομοθετικό μέτρο στην εσωτερική έννομη τους τάξη, δηλαδή κατά πόσο θα είναι έτοιμα ακολούθως να θεσπίσουν τις αναγκαίες συνταγματικές διατάξεις για συνολικά ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στα διοικητικά συμβούλια των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και κατά  πόσο τέτοιες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις θα υπερβούν, επιτυχώς, τη βάσανο του συνταγματικού δικαστικού ελέγχου, αυτό θα το καταδείξει ο χρόνος.  Παραμένει το γεγονός ότι τα κράτη και κατ’ επέκταση οι κοινωνίες τους, έχουν πλέον περισσότερα μέσα στα χέρια τους να προτάξουν, εφόσον έχουν τη βούληση να νομοθετήσουν είτε για την παροχή κινήτρων, είτε για καθορισμένο ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής του υποεκπροσωπούμενου φύλου, είτε για ισόρροπη αντιπροσώπευση ανδρών και γυναικών.

Κυρίες και Κύριοι,

Η βία προς τις γυναίκες και τα νεαρά κάτω των δεκαοκτώ (18) κορίτσια δεν είναι απλά άλλο ένα κοινωνικό φαινόμενο ή ένα σύνολο αξιόποινων ή μεμονωμένων πράξεων ή καταδικαστέων συμπεριφορών.  Πέρα από διάκριση, είναι μία κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της γυναίκας θύματος, όχι μόνο από τον θύτη αλλά και από την ίδια την πολιτεία ως οντότητα, όταν αυτή παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά και να λαμβάνει μέτρα.  Η βία προς τις γυναίκες δεν γνωρίζει σύνορα και δεν έχει όρια.  Στρέφεται όμως και/ή δύναται να στραφεί κατά οποιασδήποτε γυναίκας σε οποιαδήποτε κοινωνία, ανεξαρτήτως ηλικίας, τάξης, ανάπτυξης της χώρας, πολιτισμού ή θρησκειών και επιπλέον μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και εκφάνσεις όπως σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, λεκτική ή άλλη.  Κάθε μορφή βίας βασιζόμενη στο φύλο προκαλεί πάντοτε πόνο σωματικό ή άλλο, σε οποιονδήποτε χώρο κι αν λαμβάνει χώρα, είτε εντός είτε εκτός της οικογένειας.  Χρήζει συνεπώς πρόληψης και συντονισμένης αντιμετώπισης μέσα από πολιτικές και πρωτοβουλίες.  Με δεδομένο ότι οι ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των φύλων που προάγουν τη βία «δεν είναι φυσικές, αλλά πολιτισμικές και άρα μεταβλητέες και αναστρέψιμες» καλούμαστε όλοι να παρέμβουμε αποφασιστικά και συντονισμένα και να ορίσουμε ξανά τις σχέσεις των φύλων ως ζητούμενο και συνιστώσα της πραγματικής ισότητας και αυτονομίας όλων των πολιτών στις κοινωνίες μας.

Σας ευχαριστώ.

(Το κείμενο ως απεστάλη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων)