Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

14-05-2019 14:43

Χαιρετισμός Επ. Περιβάλλοντος κας Ιωάννας Παναγιώτου στην ημερίδα «Η προστασία του περιβάλλοντος από ανθρώπινη παρέμβαση στο διεθνές δίκαιο revisited»

Μιλώντας για προστασία του περιβάλλοντος παραδεχόμαστε ,χωρίς αμφισβήτηση, ότι υπάρχουν οικολογικά/περιβαλλοντικά προβλήματα.

Από βιολογική προσέγγιση, οικολογικά προβλήματα ονομάζονται οι διαταραχές στη γήινη βιόσφαιρα και στο φυσικό περιβάλλον, οι οποίες συνηθίζεται να αποδίδονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα. 

Και βέβαια αυτά τα προβλήματα, όταν απειλούν την επιβίωση ενός πληθυσμού, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε οικολογική κρίση.

Στα περιβαλλοντικά προβλήματα συγκαταλέγονται η περιβαλλοντική ρύπανση, η κλιματική αλλαγή, η τρύπα του όζοντος, η αποδάσωση, η ερημοποίηση, η εξαφάνιση βιολογικών ειδών, η όξινη βροχή και πολλά άλλα.

Από τη στιγμή που έγιναν αντιληπτά τα οικολογικά προβλήματα, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για την επίλυσή τους από τη δεκαετία του 1960.

Ωστόσο, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τον ορθότερο δρόμο προς την περιβαλλοντική προστασία, οι οποίες πηγάζουν από διαφορετικές απόψεις και επιχειρηματολογίες για τα αίτια τους.

Έτσι, από τη μία κάποιοι υποστηρίζουν αποκλειστικά τεχνολογικές/πρακτικές λύσεις, ενώ από την άλλη κάποιοι μιλούν για κατά βάση κοινωνικά και πολιτικά αίτια, τα οποία απαιτούν ανάλογες λύσεις μέσα από την κοινωνική οικολογία, την απο-ανάπτυξη κ.ά.

Ενδιάμεσα κινούνται οι «μεταρρυθμιστικές» λύσεις, οι οποίες επιχειρούν έναν συμβιβασμό στηριγμένο στην έννοια της βιωσιμότητας και υποβοηθούμενο από νομικά εργαλεία όπως είναι η πράσινη ανάπτυξη και η κυκλική οικονομία.

Η εποχή όπου η ρύπανση είχε ως άλλοθι την αυτοΐαση της φύσης έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εξουδετέρωσαν το επιχείρημα εντάσσοντας  την έννοια της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων.

Φέρουσα Ικανότητα είναι ο αριθμός των ειδών ή μονάδων ενός είδους που μπορούν να συντηρηθούν επ’ άπειρον από ένα οικοσύστημα χωρίς την υποβάθμισή του. Η έννοια της φέρουσας ικανότητας έχει αυξήσει στην οικονομική και κοινωνική αντίληψη πολιτών και κρατών, την αξία των φυσικών πόρων, οι οποίες δεν θεωρούνται πλέον απεριόριστες.

Η συμβολή του δικαίου του περιβάλλοντος στην αλλαγή των αντιλήψεων για την αξία  των φυσικών πόρων υπήρξε καθοριστική ,παρά το γεγονός, ότι κύριο πρόβλημα του παραμένει, η σύγκρουση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος.

Στο Γενικό Νομικό Πλαίσιο Προστασίας του Περιβάλλοντος συμπεριλαμβάνονται οι συνταγματικές διατάξεις, η έκταση και όρια συνταγματικής προστασίας, το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο και οι γενικές αρχές που διέπουν το δίκαιο του περιβάλλοντος, το οποίο αποτελείται από εθνικούς νόμους, διεθνείς συνθήκες, κανονισμούς και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προστασία αυτή μπορεί να επιτυγχάνεται:

  • με μέτρα κανονιστικού χαρακτήρα που καθορίζουν την ποσότητα και το είδος των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (για παράδειγμα, μέσω της θέσπισης ορίων εκπομπών από τις βιομηχανίες), και
  • με μέτρα προληπτικού χαρακτήρα με τα οποία επιχειρείται να γίνει αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων που θα έχουν ενδεχόμενες ανθρώπινες δραστηριότητες στο περιβάλλον (όπως για παράδειγμα η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων).

Το δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος ως αυτόνομος κλάδος του δικαίου άργησε να εμφανιστεί. Μάλιστα αρχικά αναπτύχθηκε κυρίως στις μεγάλες βιομηχανικές οικονομίες και, δυστυχώς, μετά από σημαντικές οικολογικές καταστροφές όπως το ατύχημα στο Σεβέζο της Ιταλίας, το 1976, όταν από εργοστάσιο της βιομηχανίας Hoffman – La Roche διέρρευσε διοξίνη (λόγω του ατυχήματος αυτού ψηφίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση μία Οδηγία για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες γνωστή ως Οδηγία SEVESO) ή το 1986 το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ που κατέδειξε τον κίνδυνο διάδοσης της ρύπανσης σε πολύ μεγάλες αποστάσεις.

Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες που άρχισαν να εκδηλώνονται, κυρίως,κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Δικαίου του Περιβάλλοντος.

Αυτό αντικατοπτρίζεται, μάλιστα, στον αριθμό των νόμων για την προστασία του περιβάλλοντος, ο οποίος για τις ανεπτυγμένες χώρες παρουσίασε κατακόρυφη αύξηση από το 1970 και μετά, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι στις χώρες αυτές έχουν εξαλειφθεί τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που απαιτούν άμεσες λύσεις.

Με την περιβαλλοντική προστασία ασχολούνται κρατικές Υπηρεσίες, μεμονωμένα άτομα, οργανισμοί, πανεπιστημιακά τμήματα, πολιτικά κόμματα ή οικολογικές ομάδες.

Σημαντική θεωρώ, επίσης, την ενασχόληση του ΟΗΕ κατά τη δεκαετία του 1990 με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οποία οδήγησε στο Πρωτόκολλο του Κιότο, μία διεθνή συνθήκη, η οποία στοχεύει στη μείωση των ρυθμών εκπομπής αερίων θερμοκηπίου προκειμένου να προληφθεί η όξυνση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, χωρίς να μειωθούν ωστόσο οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης.

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ,πλέον, τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον πλανήτη και τη ζωή του ανθρώπου πάνω σε αυτόν και για πρώτη φορά φαίνεται ένα «περιβαλλοντικό» πρόβλημα να απειλεί το φυσικό θεμέλιο των κοινωνιών μας.

Σημαντική εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και η υιοθέτηση, στο πλαίσιο της 70ης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Goals – SDGs ) και 169 υποστόχων από τα 193 κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών (μεταξύ των οποίων και η Κύπρος) με στόχο την επίτευξη ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους μέσα από τον σχεδιασμό μίας διαδρομής για τα επόμενα χρόνια προς την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας, την καταπολέμηση της ανισότητας και της αδικίας και την προστασία του πλανήτη μας.

Επίσης, τα τελευταία περίπου 30 χρόνια, η ΕΕ έχει υιοθετήσει ένα σημαντικό και ποικίλο φάσμα περιβαλλοντικών μέτρων, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος για τους Ευρωπαίους πολίτες και την παροχή υψηλής ποιότητας ζωής.  Βέβαια, το περιβάλλον μας μπορεί να προστατευθεί μόνο εάν τα κράτη μέλη εφαρμόσουν σωστά τη νομοθεσία που έχουν υπογράψει.

Το Δίκτυο για την Εφαρμογή και την Επιβολή του Περιβαλλοντικού Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (IMPEL) είναι ένα δίκτυο περιβαλλοντικών αρχών των κρατών μελών της ΕΕ, των προσχωρουσών και υποψήφιων χωρών το οποίο παρέχει ένα πλαίσιο για τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής, τους περιβαλλοντικούς επιθεωρητές και τους υπαλλήλους επιβολής του νόμου για την ανταλλαγή ιδεών και ενθαρρύνει την ανάπτυξη δομών επιβολής και βέλτιστων πρακτικών.

Πέραν των διοικητικών αρχών, οι δικαστές στα κράτη μέλη πρέπει να διαδραματίσουν πολύ σημαντικό ρόλο, δεδομένου ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλονται καθημερινά από τα εθνικά δικαστήρια. 

Για να υποστηρίξει την εφαρμογή και την επιβολή της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η Κοινότητα ενέκρινε την οδηγία σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη, τη σύσταση που προβλέπει ελάχιστα κριτήρια για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις και την οδηγία για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου.

Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στο περιβαλλοντικό έγκλημα. Οι πιο γνωστοί τομείς περιβαλλοντικού εγκλήματος είναι η παράνομη εκπομπή ή απόρριψη ουσιών στον αέρα, το νερό ή το έδαφος, το παράνομο εμπόριο άγριων ζώων, το παράνομο εμπόριο ουσιών που καταστρέφουν το όζον και η παράνομη μεταφορά ή απόρριψη αποβλήτων. 

Τα περιβαλλοντικά εγκλήματα προκαλούν σημαντικές ζημιές στο περιβάλλον στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ενώ ,ταυτόχρονα, παρέχουν πολύ υψηλά κέρδη για τους δράστες και σχετικά χαμηλό κίνδυνο ανίχνευσης. Πολύ συχνά, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Το περιβαλλοντικό έγκλημα είναι ένα σοβαρό και αυξανόμενο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο.

Κυρίες και κύριοι,

Να μου επιτρέψετε πριν κλείσω να αναφερθώ στη Σύμβαση του Άαρχους την οποία θεωρώ πολύ σημαντική.

Η Σύμβαση αναγνωρίζει και στοχεύει να διασφαλίσει ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ζει σε ένα περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και ευημερία του, καθώς και το καθήκον του, τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά, να προστατεύει και να βελτιώνει το περιβάλλον αυτό για τις σημερινές, όσο και για τις μελλοντικές γενιές.

Αναγνωρίζει ακόμη ότι, προκειμένου να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα και να εκπληρώσουν αυτό το καθήκον, οι πολίτες πρέπει να διαθέτουν πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες, να δικαιούνται να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

Στο πεδίο του περιβάλλοντος, η ευρύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες και η συμμετοχή του κοινού βελτιώνουν την ποιότητα και εφαρμογή των αποφάσεων, συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για περιβαλλοντικά ζητήματα, παρέχουν στο κοινό την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις και ανησυχίες του και διευκολύνουν τις δημόσιες Αρχές στο να λάβουν υπόψη τις θέσεις της κοινωνίας το περιβάλλον και οι συνθήκες διαβίωσης της οποίας ενδεχομένως επηρεάζεται από συγκεκριμένες αποφάσεις και πολιτικές.

Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό προωθείται η υπευθυνότητα και η διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, ενώ ενισχύεται και η υποστήριξη του κοινού για αποφάσεις σχετικές με το περιβάλλον.

Τα δικαιώματα του κοινού για πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτελούν τους τρεις πυλώνες της Σύμβασης του Άαρχους και είναι υποχρέωση των κρατών μελών της Σύμβασης να εξασφαλίζουν και να σέβονται αυτά τα δικαιώματα. 

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι σημαντικότερη αρχή για προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί η αρχή της προφύλαξης,  η οποία καθιερώθηκε στις έννοµες τάξεις των περισσοτέρων κρατών της ΕΕ την τελευταία δεκαετία.

Η αρχή γνωρίζει  μεγάλη άνθηση στους κόλπους της ΕΕ, και μάλιστα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την επικαλείται συχνά στις αποφάσεις του.

Γιατί είναι σημαντική αυτή η αρχή;

Γιατί η περιβαλλοντική ζημιά και τα προβλήματα υγείας από περιβαλλοντικές αιτίες δεν είναι αναστρέψιμα στις πλείστες των περιπτώσεων (π.χ Άστρασολ) και ,ως εκ τούτου, η έννομη τάξη χρειάζεται μεν, αλλά η λύση βρίσκεται στην υιοθέτηση και εφαρμογή της Αρχής της Προφύλαξης και της Συνετούς Αποφυγής μέσω της επαναξιολόγησης του υπάρχοντος αναπτυξιακού μοντέλου και του επανακαθορισμού των εννοιών της ευημερίας και της περιβαλλοντικής και διαγενεακής δικαιοσύνης.

Υπάρχει ανάγκη για άμεση στροφή των οικονομιών προς μια βιώσιμη κατεύθυνση, μια στροφή που θα οδηγεί, ταυτόχρονα, στην έξοδο από τη σημερινή οικονομική και κοινωνική κρίση.

Οι αποφάσεις πέρα από πολιτικές σε επίπεδο κρατών ,είναι και προσωπικές και εκφράζονται μέσα από την αλλαγή στις συνήθειες, την πράσινη κατανάλωση και το πράσινο επιχειρείν στη βάση της αειφόρου ανάπτυξης και της κυκλικής οικονομίας.

(ΜΓ/ΣΧ)